Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια : «Η Κράψη είναι ιστορικό χωριό του νομού Ιωαννίνων που με το διοικητική μεταρρύθμιση του 2011 ενσωματώθηκε στο Καλλικρατικό δήμο Ιωαννιτών.Η αρχική τοποθεσία ήταν στη Μεγάλη Κράψη, όμως στη συνέχεια ,μεταφέρθηκε χαμηλά στους πρόποδες. Στο χωριό βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα.
Πριν από περίπου 450 χρόνια λόγω Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι μετέφεραν το χωριό, διότι ο Τούρκος μπέης ήθελε τις γυναίκες των Ελλήνων κατοίκων. Σε μια ενέδρα σκοτώθηκε ο μπέης με τους 15 φρουρούς του και οι Έλληνες φοβούμενοι για αντίποινα μετέφεραν το χωριό. Μάλιστα για να μην αναγνωριστούν, ανέστρεψαν τα πέταλα των ζωντανών για απόκρυψη των ιχνών. Σήμερον ακούγονται πολλές φήμες πως το χωριό ήταν αλβανικό, πράγμα ψευδές, διότι απλούστατα τότε δεν υπήρχε η Αλβανία».
Το χωριό Κράψη, είναι ένα από τα αρχαιότερα και ιστορικότερα χωριά της Νοτίου Πίνδου, του νομού Ιωαννίνων. Εδώ και αιώνες είναι “αραδιασμένο”, σε υψόμετρο 860m, στις δυτικές πλαγιές του όρους Λάκμος ή Ζυγός ή Περιστέρι όπως είναι κοινά γνωστό, όριο με το νομό Τρικάλων, όπου και οι πηγές των τριών ποταμών – αδελφών κατά τη μυθολογία – Αχελώου, Άραχθου και Πηνειού, με θέα στον ποταμό Άραχθο. Κατά το παρελθόν υπήρξε το κέντρο όλων των γύρω χωριών, ώστε να μπορεί να αποκαλεστεί “μικρό Συρράκο”, τόσο για την αρχιτεκτονική του όσο και για την πληθυσμιακή του έξαρση τους τελευταίους τρεις αιώνες, μέχρι να πληγεί οριστικά και ανεπανόρθωτα κατά τον περασμένο αιώνα από τρεις ανελέητους παράγοντες, τον εμφύλιο πόλεμο, την μετανάστευση και τον καταστρεπτικό σεισμό του 1967.
Σύμφωνα με αφιέρωμα της εφημερίδας «Δημοκρατία» ο Γιάννης Σιαντούφης αναφέρει σχετικά :
Το 1920-1929 η κοινότητα Κράψης περιλάμβανε την Κράψη, που ήταν η έδρα, την Ανατολή (Λοχάνιστα), δηλαδή τη σημερινή Ανατολική, και την Βάξια, δηλαδή το σημερινό Δρίσκο. Είχε 1297 κατοίκους, από τους οποίους η Κράψη είχε 852 (άρρενες 383). Το χωριό είχε αστυνομικό σταθμό, ταχυδρομικό γραφείο, δημοτικό σχολείο και αγροτικό συνεταιρισμό. Επιπλέον είχε 2 δικηγόρους (Γούσιος Ν., Σιαφάκας Κων.), 1 γιατρό (Τάσιουλας Αριστ.), 1 παντοπωλείο (Δέλλα Χρ.), 2 ραφεία (Αλεξίου Δ., Γούσιου Χ.) και 1 σανδαλοποιείο (Δέλλα Χρ.).
Δεν είναι απίστευτο πώς αυτός ο φτωχός τόπος συντηρούσε τόσο κόσμο;
(Οι πληροφορίες από αφιέρωμα της εφημερίδας “Δημοκρατία”).
Κατά την Εθνική απογραφή του 2011 , καταγράφηκαν 34 Κάτοικοι στην Κράψη και 28 κάτοικοι στο Λερούσκο
Σύμφωνα με ακόλουθη πηγή (από Ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ του 1983) όπως μας παρέδωσε το ακόλουθο γραπτό κείμενο το μέλος μας Δημήτριος Τάτσης αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η Κράψη είναι χτισμένη 42χλμ ΝΑ των Ιωαννίνων σε υψόμετρο 860m ανάμεσα στα βουνά Δρίσκος και Περιστέρι (Λάμκος). Είναι χωριό με μεγάλη ιστορία.
Οι κάτοικοί του είχαν ως τόπο καταγωγής την σημερινή Νότια Αλβανία. Εκεί κατοικούσαν σε ένα χριστιανικό χωριό που ονομαζόταν «Δερούπολις». Η ιστορία της Δερουπόλεως πρέπει να είναι μεγάλη, αφού γύρω στα 1280-1300 είναι ένα ισχυρό χωριό με μεγάλες φαμίλιες που κατοικούσαν γενεές αμέτρητες. Οι κάτοικοι αν και χριστιανοί, ασχολούνταν συνεχώς με τον πόλεμο. Ολοι από μικροί ασχολούνταν με τα όπλα.
Λερούσκο (θέση Καντζελέικα)
Αυτές οι ασχολίες οδήγησαν στην αλλαγή του ονόματος του χωριού σε «ΚΡΑΨΗ». Επειδή το μέρος είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και για τη δύναμή του, αλλά και για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του εναντίον άλλων χωριών, άρχισε να προσελκύει και πολλούς άλλους άνδρες κατάλληλους για πόλεμο. Επειδή οι κάτοικοι οι ίδιοι δεν επαρκούσαν για μακροχρόνιους αγώνες, άρχισαν να στρατολογούν επί πληρωμή άλλους γείτονες ή από άλλες περιοχές. Ολο και περισσότεροι λοιπόν, πήγαιναν να γραφτούν εθελοντές για πόλεμο «σκραπ» όπως λέγεται στα αλβανικά. Ετσι, το χωριό έγινε γνωστό ως το μέρος όπου πήγαινε κανείς να γραφτεί για πόλεμο. Το όνομα με τον καιρό αλλοιώθηκε και από παραφθορά το «σκράπ» έγινε Κράψη. Οι κάτοικοι του χωριού μάλιστα λένε πως τότε το όνομα ήταν Γράψη.
Η ζωή συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο μέχρι το 1380, όταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου περιέρχεται στους Τούρκους. Από τότε αρχίζουν οι δυσκολίες. Οι Κραψίτες έχασαν τα προνόμια τους και έμειναν αδύναμοι στην εξουσία του Τούρκου Μπέη, ο οποίος ήταν ένα είδος Δημάρχου της περιοχής.
Ένα από τα πιο βάρβαρα έθιμα των Τούρκων στα μέρη αυτά ήταν το εξής:
Για να παντρευτεί κάποιος Χριστιανός, έπρεπε οπωσδήποτε να καλέσει ως επίσημο προσκεκλημένο τον Μπέη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έπρεπε μετά το στεφάνωμα και αφού έτρωγε και έπινε ο Μπέης να πάρει στο κονάκι του τη νύφη για τρεις μέρες και τρεις νύχτε. Μετά την έστελνε πίσω στον γαμπρό. Αν εκείνος δεν την ήθελε, τότε ο Μπέης την πάντρευε με έναν Τούρκο της επιλογής του. Αυτό στάθηκε και η αιτία να εγκαταληφθεί το χωριό της Αλβανίας και να ιδρυθεί το καινούριο στον σημερινό Ελληνικό χώρο.
Μας λέει λοιπόν, η ιστορία της Κράψης που σώθηκε σε ένα βιβλίο του 1692 (γραμμένο στα ελληνικά και στα λατινικά), ότι μία από τις ξακουστές οικογένειες του χωριού, αυτή του Πέτρου Λάμπρου, πάντρευε τον γιό της Χαρίλαο, με την όμορφη Χρύσω του Κώστα Μπούλια. Λέγεται, λοιπόν, ότι η νύφη δεν ήθελε να σταλεί στον Μπέη και συμφώνησε με τον μέλλοντα σύζυγό της να μην υπακούσουν στη θέληση των Τούρκων. Την ημέρα του γάμου, παρουσιάζεται ο Μπέης με συνοδεία από 15 οπλισμένους και απαιτεί να πάρει τη νύφη. Οι συγκεντρωμένοι Χριστιανοί επιτίθενται και σκοτώνουν τον Μπέη και τους φρουρούς, εκτός από έναν που ξέφυγε. Φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων, οι Κραψίτες αποφασίζουν να φύγουν και να αναζητήσουν νέα πατρίδα προς την Πίνδο. Ενας από τους γεροντότερους, ο Κώστας Ντόρος, είχε μια έξυπνη ιδέα για να παραπλανήσουν τους Τούρκους που θα τους κυνηγούσαν. Λέει να βγάλουν τα πέταλα από όλα τα ζώα και να τα πεταλώσουν ανάποδα. Ετσι, ενώ αυτοί θα προχωρούσαν νότια, τα ίχνη θα φαίνονταν ότι οδηγούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ηταν Κυριακή 10 Ιουνίου 1435. Όλο το χωριό 175 ψυχές-φεύγει. Μετά από περιπέτειες και ταλαιπωρίες, φτάνουν σε κατάλληλο μέρος όπου θα ιδρύσουν τη Μεγάλη Κράψη. Οι Τούρκοι ακολουθώντας για τέσσερις (4) ημέρες τα ίχνη κατέληξαν βαθιά στην Αλβανία. Γυρίζοντας, ξέσπασαν στο χωριό το οποίο και έκαψαν. Ωστόσο, δεν έμαθαν το νέο τόπο εγκατάστασης των παλαιών Κραψιτών. Το νέο χωριό χτισμένο σε πλαγιά με μεγάλο δάσος από πάνω του, δέχεται λίγο αργότερα επιθέσεις και παθαίνει και μία κατολίσθηση. Οι κάτοικοι αναγκάζονται να φύγουν για δεύτερη φορά το έτος 1550 και μεταφέρουν τη Μεγάλη Κράψη ,πιο νότια και χαμηλότερα στον ποταμό Μετσοβίτικο . Μερικοί έφυγαν και την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ αυτών, κάποιος Ιωάσαφ, έγινε Πατριάρχης το 1556. Αυτός έστειλε χρήματα και το 1563 χτίστηκε εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο Νικόλαο . Ακόμα έχτισε και στον ποταμό Αραχθο μια γέφυρα για να επικοινωνούν οι κάτοικοι με τα Γιάννενα,η οποία ονομάστηκε «το Γεφύρι του Πατριάρχη», το οποίο αργότερα γκρεμίστηκε.
Με αποφάσεις που δημοσιεύονται σε Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπάρχουν διατηρητέα κτίρια εξέχουσας αρχιτεκτονικής όπως:
α) Οικία Μήτσου Γεροντάκη Διατηρητέο κτίριο
(Οχυρό Αρχοντικό του 19ΟΥ αιώνα ΥΑ 27702/25-1-1969, ΦΕΚ 84/Β/5-2-1969 Φ.Ε.Κ. Δ-104 α/01.02.2005 Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ – Κήρυξη/Μεταβολή Φ. Ε.Κ. 283/05 α/27.12.2004.
Το οχυρό αρχοντικό χτίστηκε από το Νικόλαο Γεροντάκη. Το τελικό αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός αστικών αρχιτεκτονικών προτύπων, με την οχύρωση και τις αγροτικές και οικοτεχνικές λειτουργικές ανάγκες του κτιρίου. Αποπερατώθηκε στις 20 Ιουλίου 1856.
Το κτίσμα βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού και ανατολικά του σημερινού κεντρικού δρόμου. Το σημερινό του οικόπεδο αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου στο οποίο εντάσσονταν και δευτερεύοντα κτίρια. Το οικόπεδο είναι επικλινές και το κτίριο έχει προσαρμοστεί στην κλίση του εδάφους. Είναι ελεύθερο από παντού και η γύρω δόμηση είναι αραιή. Καθώς ο οικισμός δεν είναι αμυντικού χαρακτήρα το κτίριο είναι αυτόνομα οχυρωμένο. Διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Η αρχική αποτελείται από την κούλια και το νότιο τμήμα. Κατά τη δεύτερη προστέθηκε το βόρειο τμήμα, σήμερα ημικατεστραμένο. Με την υπουργική απόφαση αρ.27702 της 5/2/69 και σύμφωνα με τον νόμο 1469/50 “περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης”, κηρύσσεται ως ιστορικά διατηρητέο μνημείο “η εν Κράψη επαρχία Δωδώνης οικία Μήτσου Γεροντάκη, ως άριστα διατηρούμενον παράδειγμα οχυρωμένης κατοικίας του παρελθόντος αιώνος“
β) Το πρώην Δημοτικό Σχολείο Κράψης (τέλη 19ου αιώνα)
Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και φιγουράρει στον «Διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος» με τις Υπουργικές Αποφάσεις ΥΑ ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/4143/1441/28-12-1998 – ΦΕΚ 35/Β/26-1-1999
Μνημείο Πεσόντων Αγωνιστών Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΡΑΨΗΣ (έτος 1563)
Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και φιγουράρει στον «Διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος» με τις Υπουργικές Αποφάσεις :ΥΑ 10062/934/12-7-1972, ΦΕΚ 621/Β/22-8-1972 &ΥΑ 10062/934/12-7-1972, ΦΕΚ 706/Β/13-9-1972.
O Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου είναι κτισμένος το 1563 με δαπάνη του Κραψίτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β’ ο Μεγαλοπρεπής. Εκτός από τη θαυμαστή λιθοδομή του ναού, πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα, μεγάλων διαστάσεων βασιλικής, όπου το πρωτότυπο αρχιτεκτονικό του σχέδιο και το περίτεχνο εξωτερικό του διάκοσμο προδιαθέτει τον προσκυνητή για το θαυμάσιο εσωτερικό του χώρο.Οι περίφημες τοιχογραφίες του ναού, είναι αυτές που τον καθιστούν κόσμημα και ένα από τα αξεπέραστα θρησκευτικά μνημεία της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Ο Ιωάσαφ ανέθεσε την αγιογράφηση του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στους αυτάδελφους Φράγκο Κονταρή και Γεώργιο Κονταρή, ιερέα εκκλησιάρχη Θηβών, σπουδαίους αγιογράφους της εποχής που είναι οι καλύτεροι εκπρόσωποι της ακμάζουσας τότε, αγιογραφικής τεχνοτροπίας που καλείται «Σχολή των Θηβών». Εκτός του Αγίου Νικολάου Κράψης, έργα της αγιογραφικής αυτής συντεχνίας συναντούμε σε πολλά μνημεία της αποχής, όπως στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους (Φράγκος Κατελάνος), στη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, στη Μονή Φιλανθρωπινών και στη Μονή Ντίλιου της Νήσου των Ιωαννίνων,στο Ναό Αγίου Δημητρίου και τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κληματιάς Ιωαννίνωνκ.α.
Στην αποκατάσταση των φθορών που έγιναν μετά το 2010 είναι: ο εξ’ ολοκλήρου καθαρισμός του Τέμπλου του Ι.Ν. με ιδία δαπάνη του Ευάγγελου Ν.Καντζέλη και η ανάδειξη των τοιχογραφιών όλου του Ι.Ν που συνέδραμε το Υπουργείου Πολιτισμού στην ανάδειξη των τοιχογραφιών του κυρίως Ναού και του θαλάμου του γυναικωνίτη με ιδία δαπάνη από τον κ.Ευάγγελο Ν.Καντζέλη .
Ο Άγιος Νικόλαος αποτελούσε για την Κράψη και τους μαχαλάδες της το θρησκευτικό κέντρο της αχανούς ενορίας, αφού εξηπηρετούσε όλες τις λατρευτικές ανάγκες των ενεργών, τότε οικισμών. Πολύ νωρίς όμως, λόγω της αύξησης του πληθυσμού, τις ενοριακές ανάγκες άρχισε να υποβοηθεί και η παρακείμενη Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Γκρόπα Παναϊά» (1793μχ). Στα πλαίσια αυτών των ενεργειών και λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία στέγασης των πιστών στο Ναό του Αγ.Νικολάου, πραγματοποιήθηκε η ανέγερση των χαγιατιών του Ναού και του παρεκκλησίου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου το έτος 1813.
Συνέχεια των προηγουμένων επεκτάσεων και εργασιών του 19ΟΥ αιώνα, αποτελούν η ανέγερση του του κωδωνοστασίου το 1852, το οποίο φέρει μια εύηχη και λαγαρή καμπάνα, κατασκευασμένη στα Ιωάννινα και στο εργαστήριο των Τσαραπλανητών την ίδια χρονολογία.
Στη νότια πλευρά του ναού εφαπτόμενο στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου, ως προέκτασή του, ανεγέρθηκε το έτος 1881, το οστεοφυλάκιο του ναού, «ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΠΑΛΑΜΑΤΣΙΑ, ΛΟΧΑΓΟΥ ΤΗΣ ΕΝ….ΕΛΛΑΔΙ ΦΑΛΑΓΓΟΣ».
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια: «Η Ανατολική (Ανατολική Κράψη, Λοχάνιστα, Λουχάνιστα, Λαχάνιστα) είναι χωριό που βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων. Βρίσκεται 17 χιλιόμετρα Νότιο-ανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ιωαννιτών μετά την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης, ενώ μέχρι το 2010 ανήκε στο Δήμο Παμβώτιδος.Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι κάτοικοι της Ανατολικής συμμετείχαν μαζικά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΔΕΣ.».
Στις δυτικές υπώρειες του Λάκμωνα, που τα νερά του αποστραγγίζονται από πολυάριθμα μικρά και μεγάλα ρέματα καταλήγοντας στον Άραχθο, βρίσκεται το χωριό Ανατολική, παλαιότερα αποκαλούνταν Λο(ου)χάνιστα , έδρα πρώην ομώνυμης κοινότητας, με δίπλα της το συνοικισμό Κοτομίστα.
Το όνομα Ανατολική, το πήρε από το σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται ανατολικά από το αρχικό χωριό της Κράψης περίπου το 1928. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 800μ. Το έδαφος είναι ορεινό και οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία.
Σήμερα, λίγοι κάτοικοι μένουν στο χωριό, διότι με το σεισμό του Απρίλη το 1967, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή των Καρυών Ιωαννίνων, η κοινότητα διαλύθηκε και επανεντάχθηκαν στο παλιό τους χωριό την Κράψη το 1984.
Προσαρτήθηκε με το (ΦΕΚ 18Α/21.2.84)
Κατά την Εθνική απογραφή του 2011 , καταγράφηκαν 44 Κάτοικοι στην Ανατολική και 16 κάτοικοι στην Κοτομίστα.
Πέτρινη Βρύση Ανατολικής. Ετος Κατασκευής 2016
Αναβίωση Αποκριάτικου Εθίμου της «Τζαμάλας» από τον Μορφωτικό-Πολιτιστικό Σύλλογο Ανατολικής
Το πέρασμα της Κακάβας στο φαράγγι της Ανατολικής για Βαθύπεδο
ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ
Πηγάζει από το όρος Περιστέρι στα Τζουμέρκα. Έχει συνολικό ύψος 130 μέτρων, από δύο απανωτούς καταρράκτες 45 και 85 μέτρων
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται ότι «ο Δρίσκος είναι χωριό που βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων. Βρίσκεται 12,6 χιλιόμετρα Ανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ιωαννιτών μετά την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης, ενώ μέχρι το 2010 ανήκε στο Δήμο Παμβώτιδος».
Ο Δρίσκος σήμερα, είναι ένας μικρός οικισμός του Δήμου Ιωαννιτών και μάλιστα 61η σε σειρά/μέγεθος πληθυσμού. Βρίσκεται σε υψόμετρο 809m στο όρος Δρίσκος, έναντι του όρου Λάμκους. Με το Χωριό Κράψη, τους χωρίζει ο ποταμός Αραχθος αλλά τους ενώνουν τα γιοφύρια. Το 1945 είχε αποσπαστεί από την Κοινότητα Κράψης με την ονομασία «Κοινότητα Βάξιας». Έλαβε νέα ονομασία σε «ΔΡΙΣΚΟΣ» (ΦΕΚ 5/1954) .Προσαρτήθηκε με το (ΦΕΚ 18Α/21.2.84) ως οικισμός Δρίσκος στην Κοινότητα Κράψης το 1984. Κόσμημα του σημερινού οικισμού, παραμένει η Ι.Μονή Παναγιάς Δρίσκου
Κατά την Εθνική απογραφή του 2011 , καταγράφησαν 17 Κάτοικοι στον Δρίσκο
Ιστορική Αναφορά για τη μάχη του Δρίσκου Νοέμβριος 1912 (Α’Βαλκανικός Πόλεμος)
Ο Δρίσκος είναι μια δοξασμένη τοποθεσία στην περιοχή Ιωαννίνων, καθαγιασμένη με το αίμα εκλεκτών Ελλήνων, που θυσιάστηκαν για να απελευθερώσουν εδάφη ελληνικά από την Τουρκική κυριαρχία, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Λορέντζος Μαβίλης, Κωνσταντίνος Γερακάρης, Αριστοτέλης Τοπάλης, Βραχνός, Χαϊδεμενάκης, Μακρής και τόσοι άλλοι, ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ (και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη του Δρίσκου, η οποία αν και αρχικά ήταν νικηφόρα, τελικά χάθηκε για τους Έλληνες.
Ωστόσο, άφησε βαθύ σημάδι στην ιστορία, εξαιτίας του ηρωισμού που επέδειξαν, αυτοί που είχαν την τιμή να πάρουν μέρος, με ανιδιοτέλεια και πίστη στο όραμά τους να απελευθερώσουν τα σκλαβωμένα αδέρφια τους. Το παράδειγμα των μαχητών του Δρίσκου, παράδειγμα ειλικρινούς φιλοπατρίας και μοναδικής αυτοθυσίας, πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα Ελληνόπουλα!
Βρισκόμαστε στο Νοέμβριο του 1912, όταν εξελίσσονταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι ελληνικές δυνάμεις προήλαυναν σαρωτικά στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ήδη, είχαν απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και πολλές άλλες πόλεις και χωριά της Μακεδονίας. Στην Ήπειρο, ο στρατός μας συναντούσε ισχυρά εμπόδια κυρίως στα Ιωάννινα, που τα προστάτευε η οχυρωμένη περιοχή του Μπιζανίου και σε άλλα σημεία, με δύσβατα δρομολόγια και σκληρές καιρικές συνθήκες.
Την 26η Νοεμβρίου 1912, οι Ελληνικές δυνάμεις, υπό τας διαταγάς του Peppino Garibaldi, γιου του στρατηγού Giuseppe Garibaldi, που πολέμησε κατά των Τούρκων στον πόλεμο του 1897, επετέθησαν μαζί με 500 Ιταλούς εθελοντές -Το Σώμα των Γαριβαλδινών Garibaldini «Γαριβαλδινοί», που είχαν έρθει στην Ήπειρο και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων, εναντίον των τουρκικών, στην περιοχή Δρίσκο προ των Ιωαννίνων και τις έτρεψαν σε φυγή.
Στον πόλεμο εκείνο όπως προαναφέρθηκε, πήραν μέρος Έλληνες και ξένοι εθελοντές. Το όνομά τους προέρχεται από τον ιδρυτή του εθελοντικού αυτού σώματος, τον Ιταλό πατριώτη Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι που το συγκρότησε το 1862, κατά την εκστρατεία κατά του Παπικού κράτους. Καταστατική αρχή του εθελοντικού αυτού σώματος ήταν να σπεύδουν και να μάχονται στο πλευρό όσων μάχονταν υπέρ της ελευθερίας των λαών.
Οι πολεμιστές που συγκρότησαν το εθελοντικό αυτό στρατιωτικό σώμα, λεγόμενο και Φάλαγγα Γαριβαλδινών ή Σώμα Γαριβαλδινών, λέγονταν επίσης και Ερυθροχίτωνες από το χρώμα του ερυθρού χιτωνίου που φορούσαν.
Η πατρίδα αναγνωρίζοντας την υψίστης, σημασίας νίκη αυτή, εναντίον των Τούρκων, έχει συμπεριλάβει τον «ΔΡΙΣΚΟ» στο μνημείο του ‘Αγνωστου Στρατιώτη στην πλ.Συντάγματος Αθήνας, στα ονόματα των τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο ελληνικός στρατός στην νεότερη ιστορία, χαραγμένο κατά ενότητες ,εν προκειμένω στην ενότητα:
Α’ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1912-1913),
ΕΛΑΣΣΩΝ=ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ
ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ=ΣΤΕΝΑΠΟΡΤΑΣ=ΚΑΤΕΡΙΝΗ=ΣΟΡΟΒΙΤΣ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ=ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ=ΟΣΤΡΟΒΟΝ=ΚΟΡΙΤΣΑ
ΠΕΣΤΑ=ΓΡΥΜΠΟΒΟ=ΠΕΝΤΕΠΗΓΑΔΙΑ=ΠΡΕΒΕΖΑ
ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ=ΜΑΝΩΛΙΑΣΣΑ=ΜΠΙΖΑΝΙ=ΔΡΙΣΚΟΣ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΒΑΞΙΑΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΑΞΙΑΣ-ΔΡΙΣΚΟΣ
Πηγή: Κραψίτικα Νέα, τεύχος12 (Ιούλ – Δεκ 2021)
Τάχα θα ζήσω για να ιδώ, τα Γιάννενα απ’ το Ντρίσκο
Κι όσα λιθαράκια κι αν πατώ, όλα να τα φιλήσω
Είναι ένα από τα ξακουστά γιαννιώτικα στιχοπλάκια που τραγουδούσαν στις συνευρέσεις τους οι παλιοί Γιαννιώτες μερακλήδες γλεντοκόποι, οι λεγόμενοι μπαντίδοι ή καραμπέρηδες, και με το οποίο εκφράζανε την αγάπη τους για τη γενέθλια πόλη.
Ο Ντρίσκος είναι το βουνό που αναπτύσσεται μετά το Μιτσικέλι, το οποίο το Νοέμβριο του 1912, έγινε πεδίο μάχης, μεταξύ του σώματος των εθελοντών Γαριβαλδινών και των Οθωμανών που κατείχαν την περιοχή. Σε μάχη που έγινε στο βουνό σκοτώθηκε ο κερκυραίος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος συμμετείχε στο σώμα των εθελοντών.
Το ορονύμιο πρωτοσυναντάται με τον τύπο «Δρίσκος» στο «Χρονικό των Ιωαννίνων». Πρόκειται για λόγιο κείμενο ανώνυμου συγγραφέα… «που περιέχεται εις παλαιότατον χειρόγραφον κώδικα, γραφέντα αποδεδειγμένως προ του έτους 1442…» και εξιστορεί γεγονότα μιας εποχής, η οποία απείχε λίγο από το χρόνο συγγραφής του έργου, όπως μας πληροφορεί ο Λ.Ι. Βρανούσης, στην έρευνα του «Το χρονικόν των Ιωαννίνων κατ’ Ανέκδοτον Δημώδη Επιτομή» που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών, στα 1965 μ.Χ. Ας σημειωθεί ότι παλαιότερα ο Δρίσκος ονομαζόταν κοινότητα του Νομού Ιωαννίνων, το αρχικό όνομα της οποίας ήταν Βάξια.
Η κοινότητα που συναποτελούσαν οι συνοικισμοί Δρίσκος, Παλαιογκορτσιά, Ποταμιά και Σταμάτης, με έδρα της τον συνοικισμό Δρίσκο, καταργήθηκε με το νομό 1411 που δημοσιεύεται στο Φ.Ε.Κ. Α/18/1984 και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Κράψης.
Σήμερα, ο συνοικισμός Δρίσκος, είναι συνοικισμός της Τοπικής Κοινότητας Κράψης του Δήμου Ιωαννιτών. Για τους τύπους, την προέλευση και τη σημασία του τοπωνυμίου αναφέρονται τα εξής: Ο W. M. Leak, στο έργο του που προμνημονεύθηκε, αναφέρει ότι μια προέκταση του βουνού Mitzikeli (Μιτσικέλι) ονομάζεται Drysko και στην αγγλική γλώσσα σημαίνει «τόπος με βελανιδιές».
Αλλά και ο H. F. Tozer στο δικό του οδοιπορικό που ήδη αναφέρθηκε, Drysko ονομάζει το βουνό, ενώ σε παρένθεση «Γή των βαλανιδιών» ερμηνεύει την ονομασία του. Με τον τύπο Δρίσκος, μνημονεύει το βουνό ο Κ. Θεσπρωτός, στο σύγγραμμα του «Προσθήκη εις την της Ηπείρου Περιγραφήν» ενώ ο Π. Αραβαντινός, στον αλφαβητικό του πίνακα που προαναφέρθηκε, στο ομώνυμο λήμμα, υποστηρίζει ότι ο Δρύσκος είναι «Θέσις βουνώδης, προς Β.Α. των Ιωαννίνων εξ ης ο προς τον Πίνδον διευθυνόμενος αναποφεύκτως διέρχεται».
Και στο προηγούμενο λήμμα «Δρύς» παρατηρεί πως… «Η διατηρηθείσα λέξις Δρύσκος…» ενισχύει τη γνώμη του ότι στα «…αρκτικώτερα μέρη της νυν Μαλακάσιας χώρας…» ήταν πιθανόν, παλαιότερα να ζούσαν εκεί οι Δρύοπες «έθνος αρχαίον εκ της Ηπείρου». Υποθέτει δηλαδή ο Π. Αραβαντινός, ότι το βουνό οφείλει την ονομασία του σε ένα από τα αρχαία φύλα της Ηπείρου, τους Δρύοπες. Ο Ι. Λαμπρίδης σε υποσημείωση του, στο κεφάλαιο «Γεωγραφικά» μέρος πρώτο του μελετήματος «Μαλακασιακά – περιγραφή των Κατσανοχωρίων» που προαναφέρθηκε, τονίζει ότι η ονομασία του βουνού «… προήλθεν εκ των πολλών και νυν ετι δρυών κατά τον Ληκ (Τ. Α’ Κεφ. 5) πλειόνων και μεγαλυτέρων εν αρχαιοτέροις χρόνοις, Δρύσκιος και κατά συγκοπήν, Δρύσκος, ως έχων σκιάν εκ δρυός…». Αλλού, στο μελέτημα του «Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων» στα 1880, γράφει με τον τύπο Δρίσκος το όνομα του βουνού και στα «Ζαγοριακά» στα 1870, με τον τύπο Ντρίσκος.
Ο Κ. Χρ. Σιόντης, στην πραγματεία του που ήδη αναφέρθηκε, επίσης στο κεφάλαιο «Ιστορικά γεγονότα» σημειώνει ότι «… ο λόφος Δρίσκος ή Δρύσκος ονομάστηκε έτσι από τις πολλές βελανιδιές (δρυς) που υπήρχαν σ’ αυτό. Παλαιότερα από τη μεγάλη σκιά των δρυών, ο λόφος ονομαζόταν Δρύσκιος.
Όμως με το πέρασμα των χρόνων λόγω συγκοπής παρέμεινε το όνομα Δρύσκος και Δρίσκος…». Ο Κ. Ευ. Οικονόμου, στη γλωσσολογική του εξέταση «Τα Οικωνύμια του Νομού Ιωαννίνων» στη β’ έκδοση της, στα 2006, σε υποσημείωση του, στο λήμμα «Βάξια» αναφερόμενος στην ονομασία του οικισμού Δρίσκος, τονίζει πως πρόκειται για λόγιο εξελληνισμό του τοπωνύμιου Ντρίσκος, για το οποίο εκτιμά ότι είναι δυνατόν να προέρχεται είτε από το σλαβικό drisbk «το τσίρλισμα», ονομασία «…πιθανώς από πηγή με λιγοστό νερό…» είτε από το αλβανικό (n) dryshk, – u «η σκουριά» και μεταφορικά «η αρρώστια του καλαμποκιού σκωρίαση».
του Στεφ. Δ. Παππά Πηγή: «Φηγός» τεύχος 28, Α’ Εξάμηνο 2010