Γράφει ο Γιώργος Ιωαν.Γιαννάκης
Εμείς, παιδαρέλια, εκεί στις αετοφωλιές της Πίνδου, εκεί που τα πρόβατα στανεύαν μόνο το καλοκαίρι, που ‘μασταν πίσω από τον άλλο κόσμο, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς συγκοινωνία και σχεδόν χωρίς ραδιόφωνο. Mόνο ένα γραμμόφωνο υπήρχε,αυτό του Κώστα Γράβου! που ακόμα έχω στα αυτιά μου το δημώδες άσμα, “ο Βλαχοθανάσης”.
Σε συζητήσεις με μεγάλους δεν παίρναμε μέρο.Φυγέτε μας λέγαν οι δικοί μας, έρχονται μουσαφιραίοι!
Θα πω μια ιστορία με έναν ξάδελφό μου. Ο Μήτσιος πέντε χρονών και δεν έβγαζε λέξη. Ο πάππους φώναζε και κατέβαζε Θεούς και δαίμονες,
-“Ωρέ, γαμώ τον Γεραμπήτ, το παιδί είναι μούτο [μουγγό]”
και έριχνε το φταίξιμο στην θειά μου την νύφη, που όλα τα στραβά οι νύφες τα κάνουν!
Μια μέρα, ο Μητσάρας κατέβαινε το σοκάκι του Πασσιά τραγουδώντας την “Ρούσα παπαδιά”, ήταν και καλλίφωνος ο άτιμος, τον ακούω και σφεντόνα στην θειά μου .
-“Θειά, θειά ο Μήτσιος μιλάει, ο Μήτσιος!
Η φουκαριάρα μού δώκε μια τσαπέλα σύκα για το καλό μαντάτο!
Πολλοί γονιοί που δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τα παιδιά, πηγαίναν στον δάσκαλ και του έλεγαν: “Ρίξε και καμία δάσκαλε, μπας και βάλουν μυαλό”
και άλλοι γονέοι πιό νταήδες , “Κερατά γιατί βάρεσες του παιδί μ.”
Τι να κάνει και αυτός ο δόλιος ο Δάσκαλος , από το “Να η Λόλα πέτα το τόπι” μέχρι το “Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις”.
Μέρα με την νύχτα, καθότι εξατάξιο το σχολειό, έπαιρνε ανάποδες!
Θα σας διηγηθώ αμέσως για έναν πραγματικό δάσκαλο παιδαγωγό.
Ένας νεαρός σταματάει έναν γεροντάκο:
– “Γειά τι κάνετε δάσκαλε;
-Καλά, ποιός είσαι;