Οι βασικές διαστάσεις του γεφυριού:
Άνοιγμα Καμάρας-Τόξου 7,50μ, Yψος Τόξου 13,00μ.
πλάτος καταστρώματος 2,00μ.
Μήκος Διαδρόμου(Καταστρώματος) 13,00μ.
Βιβλιογραφικές και Γραπτές Πηγές:
α) Νίτσα Συνίκη Παπακώστα, Πέτρινα γεφύρια, εκδ. Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, 2002, σ. 78.
β) Αριστ. Σχισμένος, Τα 55 γεφύρια του Αράχθου, Αθήνα 2001, σ. 46-47.
Στις δυτικές υπώρειες του Λάκμωνα, που τα νερά του αποστραγγίζονται από πολυάριθμα μικρά και μεγάλα ρέματα καταλήγοντας στον Άραχθο, όπου βρίσκεται το χωριό Ανατολική, με δίπλα της το συνοικισμό Κοτομίστα, παλιότερα Λοκάνιστα. Τα δύο αυτά μέρη τα χωρίζει η χαράδρα της Γκούρας, με το ομώνυμο ποταμάκι της που πηγάζει από το όρος Περιστέρι(Λάμκος) και καταλήγει και αυτό στον Άραχθο, ένα με ενάμισι χιλιόμετρο πιο κάτω, κοντά στην πολύτοξη γέφυρα του Παπαστάθη
Το γεφύρι της Γκούρας είναι το τελευταίο που ο σχεδιασμός και η κατασκευή του έγινε από λαϊκούς μαστόρους, χτίστες, πελεκάνους, νταμαρτζήδες. Κι αυτό, βέβαια, έχει τη δική του, ιδιαίτερη σημασία.
Κατασκευαστές του γεφυριού της Γκούρας είναι ο Χρήστος Σιόντης και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης από τους Χουλιαράδες, της επαρχίας Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων.
Αλλά ένας από τους ανθρώπους, που συμμετείχαν αποφασιστικά στην προκαταρκτική διαδικασία κατασκευής του, είναι ο Δημήτρης Λαζοκίτσιος από την Κοτομίστα.
To πέτρινο γεφύρι της Γκούρας κτίστηκε ως αντικατάσταση παλιότερης γεφύρωσης που εκείνη την εποχή (1940) είχε καταστραφεί από κατολισθήσεις.
Την παλιά εποχή, πριν το πόλεμο, ήταν πραγματική περιπέτεια η επικοινωνία των κατοίκων της Κοτομίστας με την έδρα της κοινότητας την Ανατολική. Χρειάζονταν ώρες πολλές ποδαρόδρομο για να φτάσουν στο κέντρο του χωριού. Έφτιαχναν ξύλινα γεφύρια, μα τους τα ‘παιρνε το ρέμα. Ιδιαίτερα το χειμώνα ήταν σκέτο βάσανο, κι αν έφταναν τελικά.
Την εποχή εκείνη, στα μέσα της δεκαετίας του 40, πρόεδρος της Ανατολικής ήταν ο Ιωάννης Τασούλας από την Κοτομίστα, ο οποίος έστειλε εν μέσω του πολέμου, τον Δημήτρη Λαζοκίτσιο με τον πλοίαρχο Γιώτη στους Χουλιαράδες για να συζητήσουν με τους μαστόρους που ήξεραν από την τέχνη της θολωτής πέτρας.
Τα λεφτά που υπήρχαν δεν ήταν πολλά και συμμετείχαν στις εργασίες και όλες οι οικογένειες του οικισμού, έκοβαν μεγάλα ξύλα από πλατάνια για να φτιάξουν καλούπια, κουβαλούσαν πέτρες και όλα αυτά δίχως ωράριο. Ήλιο με ήλιο που έλεγαν οι παλιοί…
Δυο – τρεις μήνες κράτησε η κατασκευή του γεφυριού το κόστος του οποίου ανήλθε στις 25.000 δραχμές. Τον επόμενο χρόνο οι κάτοικοι της Κοτομίστας έκαναν έρανο και έβαλαν ντόπιους μαστόρους και έφτιαξαν δεξιά και αριστερά τα παραπέτα. Στην βάση της γέφυρας έσφαξαν και ένα κατσίκι για να είναι γερό όπως πρόσταζε και το έθιμο της εποχής.
Με την ολοκλήρωση του έργου, οι κάτοικοι της Κοτομίστας γλίτωναν σχεδόν μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο για την Ανατολική ενώ διάνοιξαν με φουρνέλα και μονοπάτι μετά τη γέφυρα για να μπορούν να περνούν με ασφάλεια.
Ετσι γένηκε της Γκούρας το γιοφύρ….
Θυμάται και διηγείται ο Δημήτρης Λαζοκίτσιος 29 Γενάρη του 1999 στην Κοτομίστα
Χρόνια της Κατοχής. Και βέβαια η ζωή δύσκολη παντού. Στην Κοτομίστα όμως, τούτη, παραήταν ανυπόφορη. Μικρός συνοικισμός της Ανατολικής -της παλιάς Λαχάνιστας- απέναντι από τον Δρίσκο, πέρα από τον Άραχθο, ασφυκτιούσε ανάμεσα στο μεγάλο ποτάμι και τα ψηλά βουνά. Ακόμη κι η επικοινωνία με το κέντρο του χωριού φάνταζε μικρή περιπέτεια, αφού από ψηλά, το “Ελληνικό”, πέφτοντας ένας απότομος λάκκος, λες καταρράκτης, έβαζε εμπόδιο για την εκκλησία, τα μαγαζιά, τους συγγενείς. “Θέλαμαν ποδαρόδρομο μιάμιση ώρα για να βγούμε στο χωριό…”!
Η ευκαιρία για να γεφυρωθεί της Γκούρας το χάος δόθηκε, ανέλπιστα, στην Κατοχή. Είχε φουντώσει τότε το αντάρτικο, έλεγχε την περιοχή ο ΕΔΕΣ και, θέλοντας να βοηθήσει, έταξε γεφύρι πέτρινο! “Άμα βρείτε μαστόρους…”,είπε ο ταγματάρχης Ευαγγελίδης στους κατοίκους που τον παρακάλεσαν, “…να ’ρθείτε στο γραφείο, στο Παλιοχώρι, να σας δώσω 25.000 δραχμές και να βάλετε μπρος”. Ανέλαβε να ψάξει ο Μήτσος Λαζοκίτσος.
“Με έστειλε ο πρόεδρος του χωριού. Γιάννη Τασούλα τον λέγανε. Πήρα και κάποιον Γιώτη Κλέαρχο μαζί, για παρέα. Θα πάω στους Χουλιαράδες -είπα του Προέδρου…- αλλού δεν καταλαβαίνω μαστόρους να γυρίζουν τόξα με πέτρα. Πήγαμαν. Μπήκαμαν στο μαγαζί, ρώτησα. Είναι κάποιος Χρήστος Σιόντης -μου ’πανε…- πρωτομάστορας! Δουλεύει γιοφύρια μαζί με τον κουνιάδο του..! Στείλανε και τους φωνάξανε. Ήρθαν οι άνθρωποι. Λέμε ότι εμείς θέλουμε, στη τάδε μεριά, να φκιάσουμε ένα γιοφύρ… -ήξεραν αυτοί το μέρος- να φκιάσουμε ένα γιοφύρ πέτρινο, με τόξο! Τι θέλετε; Συμφωνήσαμαν. Μπήκαμαν το βράδυ σπίτι τους, κοιμηθήκαμαν, και το πρωί ξεκινήσαμαν. Μαζί μας κι ο Χρήστος Σιόντης, μαζί μας κι ένας Κωνσταντινίδης. Μητσαντώνη τον φώναζαν. Ξεκινήσαμαν, με τα πόδια, για τη Κοτομίστα, τη Γκούρα πες…”.[1]
Ο Χρήστος Σιόντης είχε γεννηθεί στους Χουλιαράδες το 1895. Δέκα εννιά χρονών παιδί, στα 1914, βρέθηκε στο κομιτάτο της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου μαζί με τα μεγαλύτερα αδέρφια του Γάκη και Χαράλαμπο. Κατετάγησαν με αρκετούς άλλους συγχωριανούς τους στο σώμα του Καπετάν Πουτέτση.
Εκεί θα γνωριστούν -στο Λεσκοβίκι συγκεκριμένα- με τον μητροπολίτη Κόνιτσας, κι αργότερα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Σπυρίδωνα. Ο τελευταίος, εκτιμώντας την επίδοση όλων γενικά των Χουλιαράδων μαστόρων στην οικοδομική, θα χρησιμοποιήσει πολλούς από αυτούς στην ανέγερση της Μονής της Βελλάς. Επικεφαλής σε τούτο το έργο ανέλαβε ένας μάστορας θρύλος για τα Χουλιαροχώρια, ο Αντών Κωσταντώνης ή Κωνσταντινίδης. Κοντά, λοιπόν, σ’ αυτόν τον μεγάλο μάστορα της πέτρας, θα τελειοποιήσει κι ο Χρήστος Σιόντης την όποια τέχνη είχε μέχρι τότε προλάβει να αφομοιώσει. Θα καταλήξει πελεκάνος άριστος. Μάλιστα θα παντρευτεί με μια από τις κόρες του Κωνσταντινίδη, την Αλεξάντρα, αποκτώντας μαζί της έξι παιδιά. Ο άλλος μάστορας -που με τον Χρήστο Σιόντη επρόκειτο να δουλέψει στο γεφύρι μας της Γκούρας- ο Δημήτρης Μητσαντώνης, ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αντών Κωσταντώνη (Κωνσταντινίδη).
Χρήστος Σιόντης και Δημήτρης Μητσαντώνης μάθανε για γεφύρια, το πιο δύσκολο τότε έργο, δουλεύοντας, καθένας με δικό του μπουλούκι, στο δρόμο Ιωαννίνων – Καλαμπάκας. Είχαν τότε αναλάβει, προπολεμικά, το ΄27, την κατασκευή όλων των πέτρινων γεφυριών μέχρι τη Μάζια και στη συνέχεια μέχρι Μπαλντούμα. “ Έφκιασαν τις παράγκες τους στο Πέραμα και έμεναν εκεί. Εκεί κοιμόνταν, εκεί έτρωγαν. Όλη μέρα έβγαζαν τις πέτρες, τις πελεκούσαν, τις φόρτωναν στα μουλάρια και τις έχτιζαν στα γιοφύρια. Πολύ δουλειά, στόμωναν τα κοπίδια από το χτύπημα, απ’ το πελέκημα”.
Οι δυο τους, τώρα, έπρεπε να στήσουν και το γεφύρι στη Γκούρα..!
Να ξαναγυρίσουμε όμως στην Κοτομίστα, στης Γκούρας το γκρεμό. Τον τελευταίο, η ορμή του νερού τον είχε παρακάνει βαθύ∙ -“αδύνατο να γεφυρωθεί” … έλεγαν οι ντόπιοι!. Αλλά και πάλι ο λόγος στον Μήτσο τον Λαζοκίτσιο, τον άνθρωπο που βρήκε τους δύο πρωτομάστορες, που τους φιλοξένησε, με την παρέα τους, στο σπίτι του, συγγένεψε στο τέλος μαζί τους… |
“Κι ήρθαν οι μαστόροι εδώ. Κάθισαν όλον τον καιρό στο σπίτι το δικό μου. Εδώ μένανε. Πήγαμαν στη Γκούρα. Σ’ αυτό το μέρος, λέμε, θέλουμε να φκιάσετε το γιοφύρ. Πέτρες είναι εδώ, θα τις βγάλετε εσείς, και εμείς, όλη η Κοτομίστα, θα τις κουβαλήσουμε μεντάπια. Είχε.., είπε ο Σιόντης, είχε δυσκολία εκεί στο στεφάνι που θα γένονταν το γιοφύρ. Το νερό έτρωγε βάθος, έτρωγε την πέτρα χρόνια δηλαδής της ζωής, κι είχε μόνο πέτρα, πουθενά χώμα να φκιάσει τα θέμελα. Ήθελε λοιπόν φουρνέλα…
Κάμαν μέρες για να φκιάξουν το γιοφύρ. Ξεκίνησαν τον Αύγουστο για να μας πάρει το καλοκαίρι μπροστά. Βάλαν φουρνέλα, βγάλαν τις πέτρες, τις πελέκησαν, πήγε η Κοτομίστα, τις κουβαλήσαμαν φορτωμένες στο κορμί. Πρώτα – πρώτα βέβαια φτιάξαν οι μαστόροι τα καλούπια, τις σκαλωσιές. Τα ξύλα τα φέραμαν εμείς. Πλατάνια. Τα σκίζαμαν με το πριόνι. Είναι βαθύ εκεί το μέρος, πολύ βαθύ. Έριξαν μεγάλα δέντρα να το ενώσουν πρώτα και μετά έφκιασαν ότι έφκιασαν. Απάνου στο καλούπι έχτισαν τα λιθάρια. Πρώτα τα θέμελα, μετά το γύρισμα του τόξου, κι ύστερα το καλντερίμι να περνούν οι άνθρωποι. Τις χτίζαν τις πέτρες με ασβέστη. Δεν ήταν τσιμέντα τότε. Χίλιες τόσες οκάδες ασβέστη σβήσανε…
Κάποτε τέλειωσε το γιοφύρ. Στοίχισε, είπαμαν, 25.000 δραχμές, τότε. Κάναμαν όμως και μεις μεντάτια, βοήθημα. Πηγαίναμαν φαγητό όλα τα σπίτια με τη σειρά, πηγαίναμαν εκεί, στο γιοφύρ, και τους ταΐζαμαν. Δούλευαν ήλιο μ’ ήλιο και το βράδυ έρχονταν εδώ, στο σπίτι μου και κοιμόνταν. Δεν κάναμαν γιορτή στο τέλειωμα. Έπρεπε, μα η δεκάρα δεν έβγαινε πουθενά, η φτώχεια μεγάλη. Κάναμαν όμως αγιασμό, στην αρχή, στα θέμελα, με τον παπά-Χριστάκη. Σφάξαμαν ένα κατσίκι, να πέσει το αίμα στις βάσεις, να θεμελιωθεί το γιοφύρ καλά, που λέγανε! Είχαν το έθιμο. Και μετά το φάγαμαν όλοι, οι μαστόροι, οι εργάτες, εμείς. Εκεί, επιτόπου. Καμιά εικοσαριά άτομα ήταν…
Έτσι το φκιάκαμαν, έτσι τέλειωσε το γιοφύρ, το 1944, τότε που γεννήθηκε και το παιδί μ’, ο Λευτέρης. Γίναμαν, μάλιστα, με το Χρήστο Σιόντη κουμπάροι. Το ’χαμαν κανονίσει όταν ήταν έγκυος η γυναίκα μ’. Όταν έγινε το παιδί, στείλαμαν χαμπέρ να ’ρθει να το βαφτίσει…
Αυτά που λες τότες. Έτσι γένηκε της Γκούρας το γιοφύρ…” !