(Κείμενο από τον Γεώργιο Γιαννάκη του Ιωάννη)
Ο Απρίλης είναι στο φεύγα. Έρχεται ο Μάιος, τα χιόνια λιώσανε πάνω στον Άσχημο και στον Μορίζο. Άιντε το χινόπωρο, πάλι στο χειμαδιό!
Ο τόπος ξαλάφρωσε από το βαρύ πάπλωμα και φόρεσε τα καλά του εκεί απάν στην Τσούμπα του Αιλιά και στην Φραγκοράσσα. Ο τόπος πρασίνισε, Κυπριά κουδούνια σαλαίσματα, τραγούδια και η γλυκιά του μπιστικού, η φλογέρα. Με μια κόρα ψωμί προλάβαμαν και τσακίσαμαν τον κούκο.
Ο Γιάννος έχει ένα κοπαδάκι και το βοσκάει στις Κουμπλιές εκεί σύνορα με το Γοτιστηνό και αγνάντι έχει η Μάρω τα δικά της. Κόρη ορφανή κοπέλα της Κώσταινας, αυτήν είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις, τι μεγαλύτερη! δέκα οκτώ χρονών τσιούπρα.
Ο Γιάννος όλη μέρα με την φλογέρα του και η Μάρω να ακουρμένετε κρυφά από ντροπή. Ώσπου μια μέρα γνωριστήκαν για τα καλά! Ένας αϊτός όλο και στόχευε ένα αρνάκι της Μάρως. Παίρνει ο Γιάννος την καραμπίνα και απάλλαξε το κοπάδι της Μάρως από τον επικίνδυνο επισκέπτη.
Από τότες, τα παιδιά αλλάζανε μια καλημέρα, αλλά το ότι είναι ο ένας για τον άλλον, το κατάλαβαν και τα δύο, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας, εκεί στο χορό τον δυπλοκάγγελο, τα έβλεπες πώς κοίταζε το ένα το άλλο και από εκεί ξεκινάει ένας έρωτας μεγάλος που θα έφτανε και για γάμο.
Ο Θεριστής είναι στις αρχές του, τα πρόβατα σταλίζουν το μεσημέρι από το κάμα. Είναι καιρός για τον κούρο αφούτο κολοκούρεμα είχε γέν προ λίγο καιρό.
Η Μάρω με το ψαλίδι στον κόρφο, πάει στο μαντρί για κούρεμα αλλά πιάνει μια νεροποντή από αυτές τις καλοκαιρινές, αλλά δυστυχώς ένας κεραυνός πέφτει πάνω στην Μαριώ και την κατάκαψε. Δεν της είχε πει κανένας για το ψαλίδι, που να ξέρει η τσιούπρα…
Τρέχει ο Γιάννος, τι να δεί! την Μάρω κάρβουνο! Την αρπάζει γκότσια και την πάει στο χωριό και εκεί έγινε ο θρήνος από τις αδερφές και τη μάνα της και όλο το χωριό.
Ο Γιάννος το πήρε κατάκαρδα δεν ήθελε να δει κανέναν, πούλησε και τα πρόβατα και ήρθε και η σειρά του να πάει στρατιώτης. Παρουσιάσθηκε στο Γύθειο, μάγειρας, αλλά του Γιάννου του σάλεψε!
Μετά από λίγο καιρό, γυρνάει στο χωριό με ένα τρελόχαρτο, έτσι είναι η πατρίδα αφού ήταν ευαίσθητος, του κόλλησε την ρετσινιά. Ο Γιάννος αποκόβεται από τον κόσμο, μαζεύει κάνα δεκαριά μανάρια και τα βοσκάει εκεί στα ριζά του βουνού.
Είμαστε το 1967, ημέρα του Αι Γιωργιού στην Κράψη! Ξαφνικά όλα κουνιούνται όλα χάνονται! Μεγάλος ο σεισμός !!! Ο Αη Λιάς έφτανε στο Λερούσκο, κοτρόνες ξεκόβονται και ροβολάνε τον κατήφορο από το βουνό, το ποτάμι βγάζει από τα έγκατα χώμα, σαν αίμα. Τρέχουμε εμείς τα παιδαρέλια να δούμε για τον Γιάννο, χαλεύουμ,ε φωνάζουμε, ιτσ κρίσ από τον Γιάννο. Οταν πέσαν τα απόσκια, το σκυλί του Γούλα αλύχταγε κοντά σε μια κοτρόνα. Δυστυχώς ο Γιάννος ήταν εκεί πάει να βρει την αγαπημένη του Μάρω.