ΚΡΑΨΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ» 1930-1933

Διήγηση  αειμνήστου Σπύρου Κ.Αγγέλη  (Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ» την 8/5/2012 με αντιγραφή, επιμέλεια παρουσίαση του Χρήστου Στεφ. Ευαγγέλου)

Τα παλαιά χρόνια… τα πανηγύρια ήταν τόπος συνάντησης, συνεύρεσης των κατοίκων ενός χωριού, αλλά και με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που έρχονταν στο τοπικό πανηγύρι. Πέρα όμως από την αλληλογνωριμία μεταξύ των κατοίκων μιας περιοχής, τα πανηγύρια έπαιζαν τότε μια πολύ πιο σπουδαία και σημαντική λειτουργία. Αυτή της γνωριμίας μεταξύ των νέων του χωριού ή των χωριών με τελική κατάληξη το γάμο και την παντρειά. 
Η κλειστή και αυστηρότατη κοινωνία μπροστά στον κυκλικό χορό της πλατείας έσπαγε, χαλάρωνε (τα μάτια πάντα έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο), μετά αμέσως έπιαναν δουλειά οι προξενητάδες με τις προξενήτρες, οι γνωστοί και οι συγγενείς και πάντα συνήθως τα περισσότερα προξενιά, οι αρραβώνες και οι γάμοι επακολουθούσαν μετά τα πανηγύρια .

Τα προπολεμικά χρόνια ο Γάμος γινόταν ως εξής:

Όταν τα παιδιά μεγαλώνανε και φτάνανε σε ηλικία γάμου, το λόγο είχαν οι προξενήτρες. Πήγαιναν πρώτα στον υποψήφιο γαμβρό, του λέγανε ότι το τάδε (κορίτσι) είναι κατάλληλο για σένα. Είναι κορίτσι όμορφο,νοικοκυρά, αλλά εγώ μπορώ να πάω στη μάνα της και της προτείνω να γίνεται ζευγάρι, αλλά… για να κάνω το προξενιό θέλω μία γελάδα ή μία βελέντζα ή μερικά γιδοπρόβατα για να αναλάβω το προξενιό.

Ο Γαμβρός(γαμπρός) σαν του άρεγε το κορίτσι, έδινε στην προξενήτρα τα απαιτούμενα ποσά.

Μετά ( η προξενήτρα) πήγαινε στην κοπέλα και της έλεγε… «σου βρήκα ένα καλό Αγόρι, Ανδρας, παλικάρι. Εάν τα καταφέρω, θα  σε κάνω ευτυχισμένη. Του προξενεύουν πάρα πολλά κορίτσια, αλλά εγώ, εάν μου δώσεις ένα καλό χαρτζιλίκι, θα τον καταφέρω, γιατί μου έχει μεγάλη αδυναμία. Εάν μου δώσεις μία βελέντζα φλοκάτη, θα στον φέρω να σου φιλήσει τα πόδια».

Εάν το κορίτσι τον ήθελε (τον γαμβρό), έλεγε στην προξενήτρα, «πήγαινε στο Γύκο (ντάνα με βελέντζες) και διάλεξε όποια σου αρέσει, αρκεί να τον καταφέρεις». Η προξενήτρα έκανε χρυσές δουλειές. Δήθεν δεν καλοπληρώνεται, αλλά το κάνει για ψυχικό για να τη συγχωρέσει ο θεός.

Εφόσον γινόταν το προξενιό, οι γονείς των παιδιών κουβεντιάζανε χωρίς την συναίνεση των παιδιών κανονίζανε  την προίκα που θα δώσει στον μέλλοντα  Αντρα.

Η νύφη έπρεπε να έχει ένα Γύκο (βελέντζες, φλοκάτες, μπατανιές, χειράμια, μάλινες Στρωσιές όχι μόνο για το σπιτικό τους , αλλά και για  να χαρίσει στα πεθερικά και στα Κουνάδια-Κουνιάδες.

Οι Γονείς κανονίζανε πότε θα γίνει ο Γάμος. Στο διάστημα αυτό δεν έπρεπε οι αρραβωνιασμένοι να βλέπονται μέχρι την ώρα  που θα μπαίναν στην εκκλησία για το Γάμο.

Η νύφη έπρεπε να πλέξει τσουράπια (μάλλινες κάλτσες) για όλο το πλησιέστερο σόι του Γαμβρού. Ζουνάρι για τον Γαμβρό, φλοκάτη για την Πεθερά, εσώρουχο για τις Κουνιάδε ή ζουνάρια για τους Κουνιάδους. Επίσης, Βελέντζα για τον Κουμπάρο, εσώρουχο για την κουμπάρα και πετσέτες για τους Βλαμάδες (βλάμηδες).

Επίσης, η νύφη έπρεπε να έχει και μερικές χρυσές λίρες και αρκετά ζωντανά (ζώα), Γελάδια, πρόβατα ή γίδια και κανά καλό χωράφι. Οσα κορίτσια δεν είχαν τα παραπάνω ήτανε δικασμένες να μείνουν γεροντοκόρες.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΑΜΟΥ

ΤΕΤΑΡΤΗ στο σπίτι του Γαμπρού

Την Τετάρτη το βράδυ, αναπιάναμε τα προζύμια για τις Κουλούρες. Έπρεπε να κάνουμε δύο κουλούρες. Η μία για τη νύφη και μία για τον κουμπάρο.

Πηγαίνουμε στο σπίτι του Γαμπρού και κοσκινίζουμε όλοι το αλεύρι για να γίνει το προζύμι. Μετά το ρίχναμε στο Γλέντι! Μέχρι τις πρωινές ώρες με τραγούδια με το στόμα ή με κανένα γραμμόφωνο εάν υπήρχε.

 ΠΕΜΠΤΗ (στο σπίτι το γαμπρού)

Από τις πρωινές ώρες μαζεύονταν πολλές γυναίκες να ζυμώσουν τις κουλούρες και να τις κεντήσουν. Φρόντιζαν να κάνουν ωραία κεντήματα, να μην γίνουν ρεζίλι από το σόι της νύφης. Κεντάγανε και τραγουδάγανε τραγούδια να ταιριάζουν τα νιόπανταρα (τραγούδια Αγάπης και του Γάμου):

«Σε όσους γάμους και ‘να επήγα, Τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα,

Να’ ναι νύφη τολπεράκι και ο Γάμβρος παλικαράκι»,

«Να’ναι η νύφη λυγερή, πως είν’το κυπαρίσσι,

Και να πηγαίνει ο Γαμβρός γλυκά να την φιλήσει,

Να πέφτουν να ξαπλώνουνε σε πουπουλένιο στρώμα

Και απ’τα ην πολύ αγάπη να γίνονται ένα σώμα».

Αυτά και άλλα τέτοια ερωτικά τραγούδια  τα οποία δεν τα θυμάμαι. Λέγαν και τραγούδια πολύ τολμηρά που επιφυλάσσομαι να τα γράψω.

Όταν οι κουλούρες ψήνονταν, το ρίχνανε στο φαγοπότι και στο χορό μέχρι αργά το βράδυ.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Την Παρασκευή, πήγαινε ο Βλάμης στο σπίτι του γαμπρού να πάρει τις κουλούρες και να τις πάει στη Νύφη. Αυτό ήταν ένα κάλεσμα στη νύφη να είναι έτοιμη για τον Γάμο. Ο Βλάμης με τον πατέρα του γαμπρού και δύο τρεις συγγενείς, πηγαίνανε  στο σπίτι της Νύφης, βάζανε την Κουλούρα σε ένα δισάκι, (μπροστά την κουλούρα και πίσω άλλα δώρα )για να  τα χαρίσουν στη νύφη. Οι άλλοι δύο  συγγενείς ήταν μάρτυρες για να υπογράψουν ένα χαρτί που το λέγανε «Προικοσύμφωνο». Σε αυτό, γράφονταν ότι είχε η Νύφη: Πόσα χοντρά (βελέντζες) και ακόμα όλα τα λιανοσκεπάσματα, πόσα εσώρουχα άνω και κάτω, Πόσα ζευγάρια τσουράπια, Πόσες φούστες, πόσες ζακέτες, Πόσα χαλκώματα, χουλιάρια (κουτάλια). κλπ. Ακόμη, η νύφη  έπρεπε να έχει και μία «Κάπα» να βοσκάει τα ζωντανά άμα βρέχει.

 Όταν πλησίαζαν στο σπίτι της Νύφης με την Κουλούρα, ήταν οπλισμένοι από τις δύο μεριές και άρχιζαν το τουφεκίδι, λες και γινόταν πόλεμος. Μετά η νύφη ξεφόρτωνε τον Βλάμη και του χάριζε ένα άσπρο μάλλινο Ζουνάρι, ένα ζευγάρι τσουράπια με ωραία γιρλάντα και μια μεγάλη πετσέτα για να σκουπίζετε ο ίδιος κατά την διάρκεια του σερβιρίσματος.  Του φιλούσε το χέρι, του έδινε έναν τορβά (μάλλινο σακούλι) γεμάτο με τσουράπια και χειρομάντηλα για τους κοντινούς συγγενείς, καθώς κι ένα δέμα χωριστά για τον Κουμπάρο.

Στη συνέχεια αποχαιρετούσαμε τη νύφη και το σόι της, ρίχναμε μερικές τουφεκιές για να μαθαίνει ο κόσμος ότι ο Γάμος προχωρά κανονικά και επιστρέφαμε στο σπίτι του Γαμπρού για να παραδώσουμε στους συγγενείς του τα δώρα της νύφης. Το κάθε δώρο είχε και το όνομα σε ποιον ανήκει.

Μετά φορτώναμε την κουλούρα του κουμπάρου  και του την πηγαίναμε προτού νυχτώσει. Ετσι, ήταν το έθιμο! να μην βασιλέψει ο ήλιος, γιατί ήταν γρουσουζιά για τους νεόνυμφους.

Ο Κουμπάρος, μας περίμενε έξω στο αλώνι, μαζί με μερικούς συγγενείς του. Την κουλούρα την δίναμε στην κουμπάρα που ήταν καλοντυμένη (στα γιορτινά της) και ρίχναμε μερικές τουφεκιές. Ο κουμπάρος είχε  τραπέζι στρωμένο με τσίπουρο και μπόλικους μεζέδες. Λέγαμε και μερικά τραγούδια με το στόμα:

«Ελα κουμπάρες μας γλυκέ, για να μας στεφανώσεις,

Και την καλή σου την ευχή, κουμπάρε να μας δώσεις,

Εμείς κουμπάρε μας γλυκέ θα γίνουμε ζευγάρι

Σε εννέα μήνες το πολύ, θα’ρθεις και με το λάδι,

Θέλουμε Κουμπαρούλη μου, χίλια χρόνια να ζήσεις

Και όταν γεννήσουμε παιδί εσύ να το βαφτίσεις».

Αυτά τα όμορφα τραγούδια λέγαμε στον Κουμπάρο και η κουμπάρα, σύμφωνα με το έθιμο, μας έριχνε στο Δισάκι(ετυμολογία: διπλός σάκος που κρεμιόταν απ’ τον ώμο ή από το σαμάρι ενός ζώου), ΡΥΖΙ, ΚΑΡΑΜΕΛΙΚΑ, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ κι ένα τέταρτο της  Κουλούρας.

Γυρίζαμε το σπίτι κουρασμένοι και πηγαίναμε για ύπνο γιατί το πρωί του Σαββάτου, έπρεπε να σηκωθούμε νωρίς για να σφάξουμε τα θρεφτάρια που ήταν καλοταϊσμένα.

Για τον γάμο ετοιμάζαμε τα καζάνια που θα μαγειρεύαμε τα φαγητά για τους καλεσμένους.

Ο Γάμος γινόταν πάντα στο σπίτι του Γαμπρού, αλλά και η νύφη έκανε χωριστό γλέντι στο σπίτι της από το Σάββατο το βράδυ μέχρι την Κυριακή το απόγευμα που θα πηγαίναμε να την πάρουμε.

Οι καλεσμένοι πήγαιναν στο Γάμο για δώρο από ένα σφαχτό αρνί ή κατσίκι, μία πλόσκα κρασί, μια Κουλούρα ψωμί κεντημένη και αρκετό τσίπουρο.

ΣΑΒΒΑΤΟ  ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΓΑΜΟ

Ο Γάμος ξεκίναγε το Σάββατο το βράδυ με κλαρίνα και βιολιά μέχρι Κυριακή ξημερώματα. Οι μάγειροι βράζανε πατσά και άλλα εδέσματα για να κολατσήσουν οι καλεσμένοι και μετά ξανάρχιζε το γλέντι και από τις δύο πλευρές.

Προτού το μεσημέρι, ο Γαμβρός και οι καλεσμένοι, παίρναμε τα όργανα (κλαρίνα) και καβάλα στα άλογα, κατά προτίμηση Άσπρα και πηγαίναμε να πάρουμε τους κουμπάρους όσο μακριά κι αν ήταν. Μπροστά πηγαίναν τα όργανα, ακολουθούσαν οι νέοι χορεύοντας και τελευταίοι τα άλογα με τον γαμβρό.

Στη μέση  του, ο γαμβρός φόραγε φουστανέλα, άσπρο Ζουνάρι που το είχε δωρίσει η νύφη και σκούφο. Όταν φθάναμε στον Κουμπάρο, χάλαγε ο κόσμος από το τουφεκίδι. Ο Κουμπάρος  έπρεπε να είναι έτοιμος. Θα έπαιρνε μαζί, τους παρακούμπαρους. Αυτοί έπρεπε να είναι  μονοί, εννέα ή δεκατρείς. Ποτέ δεν έπρεπε να είναι  ζυγοί γιατί ήταν γρουσουζιά.

Οι Κουμπάροι  έπρεπε να έχουν άσπρα άλογα με σέλλες, ειδικά στολισμένα με καλοκεντημένα χειράμια. Η κουμπάρα έπρεπε το άλογό της  να έχει άσπρη φλοκάτη. Ο Κουμπάρος έπρεπε να έχει ένα άλογο  για το «Κανίσκι» (ετυμολογία: το αρνί που προσφέρεται ως δώρο σε γάμο),ψημένο αρνί, δύο-τρείς κουλούρες κεντημένες, κρασί, τσίπουρο και ποτέ μπύρα γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.Η κουμπάρα αν στεφάνωνε  έπρεπε να φοράει άσπρα ρούχα ή άσπρο μαντήλι ή εάν στεφάνωνε ο Κουμπάρος, να φορά φουστανέλα ή άσπρο πλατωμάνικο πουκάμισο.

Παίρναμε τους κουμπάρους και γυρίζαμε στο σπίτι του Γαμβρού χορεύοντας και γλεντώντας. Οι Βλάμηδες έπρεπε να έχουν τα τραπέζια  στρωμένα για το μεσημεριανό φαγητό, το οποίο θα ήτανε κρέας με ρύζι ή μακαρόνια ή πατάτες.

Φτιάχναμε αυτοσχέδια καθίσματα με τσιμεντόλιθα το ένα πάνω στο άλλο και πάνω μαδέρια και στη μέση δύο μαδέρια μαζί για τραπέζι.

Στο Γάμο δεν σερβίρουμε ποτά με ποτήρια, αλλά ένα μπουκάλι τσίπουρο. Μπροστά στο στόμιο βάζαμε ένα ξύλο από συκιά, τρυπάγαμε το μεδούλι και με αυτό ρουφάγαμε! Το μπουκάλι ερχόταν γύρω  ή είχαμε δύο τρία μπουκάλια, ανάλογα με τα άτομα.

Επίσης, αντί για πιάτα σερβίραμε σε Καπάκια χάλκινα που τρώγαμε 5-6 άτομα μαζί. Τα κουτάλια μας ήταν ξύλινα, αλλά μεγάλα. Ορισμένα στόματα δεν τα χωράγανε. Το κρασί το σερβίραμε σε πλόσκες (ερμηνεία: Ξύλινο δοχείο μεταφοράς νερού με σώμα σε σχήμα τυμπάνου το οποίο απολήγει σε ψηλό και στενό κυλινδρικό λαιμό), ειδικές για Κρασί, φτιαγμένες από ειδικό ξύλο. Πολλές ερχόταν από την Βλαχιά (Ρουμανία).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΞΥΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΓΑΜΠΡΟ

Μόλις τρώγαμε το μεσημέρι, βγαίναμε στο αλώνι κι εκεί χορεύαμε καμιά ώρα ώσπου να ξυρίσουν τον Γαμβρό. Τον Γαμβρό τον ξύριζε ένας Βλάμης. Τα όργανα «χτυπούσαν» το  ανάλογο τραγούδι.

Μόλις τελείωνε το ξύρισμα, πρώτα ο πατέρας και η μάνα τον φιλούσαν και έδιναν στο Βλάμη ένα γερό μπουρμπουάρ. Ακολουθούσαν τα αδέλφια και αδελφές(εάν υπήρχαν) όπου έδιναν και αυτά ανάλογο μπουρμπουάρ.

Μετά ήταν οι σειρά των Κουμπάρων. Εκεί γινόταν χαμός! Τα όργανα έλεγαν τα καλύτερα τραγούδια. Ο Κουμπάρος έβαζε το χέρι στην τσέπη,έβγαζε μερικά χαρτονομίσματα, τα κόλαγε στο μέτωπο των οργανοπαικτών και τότε χάλαγε ο κόσμος από τα κλαρίνα!

Οι Βλαμάδες ντύναν τον Γαμβρό με φουστανέλα, με πλατυμάνικο πουκάμισο, χρυσοκέντητο γιλέκο, κάλτσες με πανέμορφα σιρίτια και τσαρούχια κόκκινα με μεγάλες  μεταξωτές φούντες  και ειδικό σκούφο. Και γινόταν η ετοιμασία να πάμε να πάρουμε  τη νύφη.Eτοιμάζαμε  άλογα με σέλες και προτιμούσαμε άσπρα άλογα.

Οι Γονείς φιλούσανε  τον Γαμβρό, προτού μπει καβάλα στο πιο όμορφο  Άσπρο λόγο. Πάνω στη σέλλα βάζανε την πιο όμορφη Βελέντζα, κεντημένη από την μάνα του Γαμβρού, ειδικά για τον Γάμο. Μετά ο Γαμβρός με τη βοήθεια των Βλαμάδων, καβαλίκευε το άλογο και ξεκινάγαμε να πάμε να πάρουμε την νύφη από το σπίτι της.

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΟ ΨΙΚΙ  ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ ΚΑΘΟΔΟΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Μπροστά πήγαιναν οι Βλαμάδες και ακολουθούσαν τα όργανα. Ακολουθούσε το ψίκι (γαμήλια πομπή), οι πιο παλιοί καβαλάρηδες, όλοι οπλισμένοι με διάφορα όπλα. Τελευταίος πήγαινε ο Γαμβρός, περιτριγυρισμένος από τους γονείς και τα αδέλφια. Η μάνα έμενε στο σπίτι να περιμένει την νύφη.

Mόλις έφτανε το «ψίκι» στο σπίτι της νύφης, οι συμπέθεροι μας περίμεναν έξω από το σπίτι με τα όπλα στο χέρι. Τότε, άρχιζαν οι πυροβολισμοί που νόμιζες ότι γινόταν πόλεμος. Αυτό κρατούσε πολύ ώρα. Σιγά-σιγά, άνοιγαν δρόμο οι Βλαμάδες να φτάσει ο Γαμβρός, να μπει στο σπίτι της νύφης.

 Το συγγενολόι της νύφης, την είχαν  την νύφη σε ένα χωριστό δωμάτιο και την στόλιζαν ώρες ολόκληρες. Η νύφη έκλαιγε ή από χαρά  που παντρευόταν, ή διότι εγκατέλειπε το σπίτι των γονιών της όπου την μεγάλωσαν. Ωσπου να ετοιμάσουν την νύφη, οι συμπέθεροι της νύφης, κερνάγανε τους συμπεθέρους του Γαμβρού τσίπουρο και μεγάλα κομμάτια  Λουκούμια. Αυτό ήταν το έθιμο.

ΚΥΡΙΑΚΗ  Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ

Μετά, έβγαιναν όλοι  έξω. Μπροστά στην πόρτα καθόταν ο Γαμβρός, ο Κουμπάρος και οι γονείς του Γαμβρού, να βγει η νύφη, να την τραβήξει έξω ο Γαμβρός, να της δώσει λουλούδια. Η νύφη έπρεπε να προσκυνήσει τρεις (3) φορές και μετά να φιλήσει το χέρι του Γαμβρού.

Ο Γαμβρός την τράβαγε από το χέρι για να βγεί από την πόρτα, μετά την άφηνε να την πιάνουν από τα χέρια ο πατέρας της ή τα αδέλφια της(αν είχε). Μόλις έβγαινε από την πόρτα του πατρικού της, γύριζε  και προσκυνούσε τρεις φορές και δράκρυζαν τα μάτια της, γιατί εγκατέλειπε για πάντα το σπιτικό της. Οι συγγενείς της νύφης άρχιζαν  τα αποχαιρετιστήρια τραγούδια:

«Σου αφήνω γεια μανούλα μου, σου αφήνω γεια πατέρα,

αφήνω γεια  στα αδέλφια μου, αφήνω γεια στις αδελφούλες,

αφήνω γεια στο σπίτι μου και γεια στη γειτονιά μου,

Κι εγώ θα πάω στον άντρα μου και στα πεθερικά μου,

Θα πάω στον ανδρούλη μου να τον γλυκοφιλήσω,

Θα πάω να ζήσουμε μαζί και να παιδοκοιμήσω».

Από το σόι του Γαμβρού τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

«Ξύπνα περδικομάτα μου και ήρθα στη Γειτονιά σου, χρυσά πλεξούδια σου έφερα να πλέξης στα μαλλιά σου..

Σαν ήρθες καλωσόρισες, έλα στην αγκαλιά μου. Δεν το’ξερα λεβέντη μου πως είναι η αφεντιά σου…».

Αυτά και άλλα ωραία τραγούδια, λέγανε χωρίς τη συμμετοχή των οργάνων.

Μετά βάζανε τη νύφη καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, κατά προτίμηση να ήτανε φοράδα, για να γεννοβολήσει η νύφη και να κάνει πολλούς απογόνους. Το άλογο ήταν στολισμένο με μια πανέμορφη φλοκάτη, ολόασπρη για να ζήσει η νύφη, να γεράσει, να ασπρίσουν τα μαλλιά της.

Μπροστά πήγαινε το σόι του Γαμβρού με τον γαμβρό στη μέση, μετά ακολουθούσε το συμπεθεριό με την νύφη στη μέση, περιτριγυρισμένη με τις πιο όμορφες κοπέλες, τραγουδώντας τραγούδια αποχωρισμού, όλες τους καβάλα στα άλογα και κατευθύνονταν στην εκκλησιά για το μυστήριο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Οι πυροβολισμοί δίναν και πέρναν από τις δύο πλευρές. Τα κλαρίνα  βαράγανε ωραία Γαμήλια τραγούδια. Όταν η γαμήλια πομπή έφτανε στο σπίτι του Γαμβρού, φουντώνανε οι πυροβολισμοί.

Πρώτα οι γονείς  του Γαμβρού τον κατέβαζαν, τον φιλούσαν και του εύχονταν «βίον ανθόσπαρτον».

Μετά πλησίαζε η νύφη. Ο Γαμβρός έπιανε το άλογο, το ασήμωνε, μετά κατέβαζε  την νύφη και την φιλούσε στο μέτωπο. Η νύφη φιλούσε το χέρι του Γαμβρού.

Μετά οι γονείς της νύφης πιάνουν τον Γαμβρό από τα χέρια και τον προχωράγανε προς την πόρτα του σπιτιού του. Εκεί, περίμενε η πεθερά με μια κανάτα γεμάτη κόκκινο κρασί και ένα βάζο με μέλι.

Πρώτα έβαζε η πεθερά τρεις φορές το κουτάλι με το μέλι στο στόμα της νύφης,(αυτό ήταν σε ένδειξη να είναι ο γάμος γλυκός μέχρι τα βαθιά γεράματα).

Μετά της  γέμιζε ένα ποτήρι κρασί όπου έπρεπε η νύφη να το δοκιμάσει τρεις φορές και μετά να το πετάξει πίσω για να φύγουν τυχόν δαιμονικά, για να είναι ο γάμος αγνός και ανθόσπαρτος.

Στη συνέχεια η νύφη φιλούσε το χέρι της πεθεράς, η πεθερά με τη σειρά της την αγκάλιαζε, την φιλούσε  και της έκανε δώρο, μάλλον ολόλευκο  σεντόνι για το νυφικό κρεβάτι. Αυτό έπρεπε να στρωθεί  την πρώτη βραδυά να δουν αν η νύφη είναι παρθένα. Ολοι περίμεναν τα αποτελέσματα με το στόμα ανοιχτό όταν μαθαίναν το ευχάριστο. Ο Γαμβρός τίναζε  το ματωμένο σεντόνι και οι καλεσμένοι πετάγανε από την χαρά τους, τότε άναβε το γλέντι κι άρχιζε ο χορός.

Τον χορό τον διηύθυνε ο Νουνός. Έπαιρνε  έναν από το σόι του Γαμβρού κι έναν από το σόι της νύφης άνδρες ή γυναίκες. Τα νιόγαμβρα  καθότανε  χωριστά, ο ένας απέναντι στον άλλον. Κατά τα μεσάνυχτα έμπαινε  το τραπέζι για να φάνε οι καλεσμένοι. Ο Γαμβρός έτρωγε μαζί τους. Η Νύφη όχι μόνο  δεν έτρωγε με τους καλεσμένους, αλλά στεκόταν ορθή και προσκύναγε. Ηταν απαράβατος κανόνας.

[ Η ίδια θα φάει  πολύ αργότερα μόλις τελειώσει το τραπέζι του γάμου, Τότε οι γονείς του γαμβρού, προσκαλούν τη νύφη με τους πλησιέστερους συγγενείς, ιδίως γυναίκες σε άλλο δωμάτιο όπου έχει στρωμένο τραπέζι για την ίδια  (χωρίς την παρουσία του γαμβρού). Το φαγητό είναι τηγανίτες  να κολυμπάνε στο μέλι, για να είναι ο γάμος πάρα πολύ γλυκός). Επίσης στο τραπέζι αυτό, έχουν σφραγισμένη  Μαυροδάφνη, σε ένδειξη αγάπης και ευγνωμοσύνης  για την νύφη που διάλεξε αυτό το παλικάρι για αιώνιο σύντροφο].

Πάμε τώρα πίσω στο  τραπέζι  του γάμου, όπου  σερβίρανε και  ωραίο κρασί. Όχι σε ποτήρια,αλλά σε  πλόσκες στρογγυλές, ξύλινες ειδικές για κρασί.

Πρώτα έπινε ο παπάς, ευλογούσε το  γάμο, τους νεονύμφους, τους συμπεθέρους, τους ευχόταν να ζήσουν ευτυχισμένοι, να κάνουν το παν για τους νεονύμφους. Επίσης, ευχόταν στον κουμπάρο να κοπιάσει και με λάδι. Μετά η πλόσκα, δινόταν στους συμπεθέρους, μετά στους καλεσμένους. Και αυτοί με τη σειρά τους ευχόταν στους νεόνυμφους «βίον ανθόσπαρτον». Ετσι, η  πλόσκα γύριζε από στόμα σε στόμα μέχρι να τελειώσει ο Γάμος.

Κοντά στα ξημερώματα έπρεπε να στρωθεί  το «Κανίσκι» του κουμπάρου. Ηταν ένα ψημένο αρνί, μια μεγάλη κουλούρα κατάλευκο ψωμί κεντημένο, τσίπουρο και άφθονο κρασί. Τρώγαν όλοι από λίγο ψητό, λίγο κουλούρα και όσο κρασί και τσίπουρο επιθυμούσαν.

Από το μέρος των νεονύμφων δίνανε τα δώρα στους κουμπάρους, από μια μεγάλη πετσέτα , μια μεγάλη φλοκάτη-βελέντζα για τον κουμπάρο, μία μαντανία(ερμηνεία: ανοιχτόχρωμο μάλλινο κρεβατοσκέπασμα και εσώρουχα για την κουμπάρα.

Μετά μπαίνουν οι κουμπάροι στο χορό  μαζί με τους νεόνυμφους και τους γονείς τους. Τα όργανα στέκονταν στη μέση του χώρου, όρθιοι και τραγούδαγαν ειδικά τραγούδια για τους κουμπάρους. Η νύφη ήταν υποχρεωμένη να κρατάει  στο χορό  από τον κουμπάρο μέχρι τον τελευταίο καλεσμένο. Ηταν απελπιστική η κούρασή της.

ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ήταν έθιμο  πρώτος ο κουμπάρος να φύγει, πριν την ανατολή του Ηλιου. Έπρεπε να τον συνοδέψουν όλοι οι συμπέθεροι μαζί με τους νεόνυμφους μέχρι το Αλώνι. Εκεί, γινόταν χαμός. Μπαίναν όλοι στο χορό. Ο κουμπάρος κόλλαγε χαρτονομίσματα στο μέτωπο των οργανοπαιχτών και αυτοί με τη σειρά τους, συγκινούνταν και έβαζαν όλη την τέχνη τους για να ευχαριστήσουν τους κουμπάρους για την μεγάλη χειρονομία. Σιγά-Σιγά πρώτος ο κουμπάρος, σέρνοντας το χορό έβγαινε από το αλώνι και ακολουθούσαν οι παρακούμπαροι.

Γινόταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός με αρκετούς πυροβολισμούς. Μετά την αναχώρηση των κουμπάρων, σειρά είχαν οι συμπεθέροι, συγγενείς της νύφης. Τότε γινόνταν το αδιαχώρητο. Οι ασπασμοί, τα φιλιά, τα όργανα παίζουν τραγούδια του ξεχωρισμού των γονιών της νύφης από τους νεόνυμφους. Τα κλάματα είναι απερίγραπτα. Ολων τα μάτια είναι δακρυσμένα. Η νύφη κλαίει απαρηγόρητη από τον χωρισμό των γονέων της. Μετά ξαναγυρίζουν στο σπίτι του γαμβρού και το γλέντι συνεχίζεται, γιατί είναι η σειρά να γλεντήσουν και το προσωπικό, οι βλαμάδες, αυτοί που εξυπηρέτησαν τον γάμο.

Οι νεόνυμφοι γυρίζουν στο σπίτι του Γαμβρού,η νύφη θα βγάλει τα νυφικά και μετά θα αρχίσει την καθαριότητα στο νέο σπιτικό της.  Οι συγγενείς που βρίσκονται ακόμα στο σπίτι, σκορπάνε κέρματα, ακόμα και χρυσές λίρες όποιος έχει, για να τα μαζέψει η νύφη και να αγοράσει  ρουχαλάκια για το πρώτο παιδί όταν γεννήσει. Τις εύχονται όλοι καλά γεννητούρια. Η νύφη είναι υποχρεωμένη να φιλάει τα χέρια  όλων, ιδίως αυτών που έριξαν τα κέρματα στα σκουπίδια. Όταν τελειώσει το καθάρισμα  του σπιτιού, οι νεόνυμφοι και συγγενείς θα πάνε στο δωμάτιο των νεονύμφων εκεί που είναι το νυφικό κρεβάτι. Το γεμίζουν με λουλούδια  και το ραντίζουν με ρύζι  για να στεριώσουν  και να είναι πάντα χαρούμενοι όπως τα λουλούδια.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ

Τη Δευτέρα το μεσημέρι τον λόγο έχουν οι καλεσμένοι. Έχουν φέρει όλοι από τα σπίτια τους, την λεγόμενη πρεβέντα (Παραδοσιακό Ψωμί Γάμου),ψωμιά, ψητά,πίτες,  διάφορους μεζέδες, ρακιά, κρασιά. Καθένας  τα σερβίρει μόνος του και προσκαλεί όλους να πάρουν μεζέ ή να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους για να ευχηθούν τους νεόνυμφους και στα δικά τους σπίτια επίσης εύχονται καλούς και γρήγορα απογόνους.

Εδώ ο Γάμος στο σπίτι του Γαμβρού τελειώνει με μπόλικους πυροβολισμούς.

ΔΕΥΤΕΡΑ – «ΤΑ ΠΕΣΤΡΟΦΙΑ» ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ  ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Την  Δευτέρα το βράδυ, ο Γάμος επανέρχεται στο σπίτι των γονιών της νύφης. Αυτή η εκδήλωση λέγεται «Πεστρόφια».  Γίνεται μεγάλο γλέντι όλη τη νύχτα μέχρι την ανατολή του Ηλιου. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού, ο γαμβρός και η νύφη θα κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο, γιατί την βραδυά του γάμου κάθονταν χωριστά. Αυτή  η ένωση γίνεται για να μην ξαναχωρίσουν οι νεόνυμφοι μέχρι τον θάνατό τους.

Κατά την διάρκεια του γλεντιού, ο Πρωτοβλάμης, πρέπει να ψάξει να βρει το κοτέτσι, θα πάρει έναν μεγάλο κόκορα, χωρίς να τον πάρει κανένας μυρουδιά και να τον πάει τον κόκορα σε γειτονικό σπίτι να τον ψήσει και τον φέρνει στη συνέχεια ψημένο για να φάνε οι νεόνυμφοι.

Οι γονείς της νύφης θα δυσαρεστηθούν γιατί κλέψανε τον καλύτερο κόκορα, αλλά αυτό είναι το έθιμο (διότι αν δεν κλαπεί  ο κόκορας, ο Βλάμης θεωρείται ανίκανος. Αφού το κατόρθωσε γίνεται προτιμητέος και για άλλους γάμους).

ΤΡΙΤΗ ΜΕΤΑ ΤΑ «ΠΕΣΤΡΟΦΙΑ»

Το πρωί της Τρίτης βγαίνει όλο το ψίκι στο αλώνι για να γίνει ο επίσημος χωρισμός γονέων και νύφης. Προτού ο γάμος διαλυθεί, όλοι οι καλεσμένοι πρέπει να χαιρετήσουν τους νεόνυμφους. Η νύφη είναι υποχρεωμένη να φιλήσει όλα τα χέρια , αλλά όλοι οι καλεσμένοι να της δώσουν ως δώρο γι αυτή την χειρονομία της, χαρτονομίσματα ή κέρματα.

Σε αυτό το σημείο τελειώνει ο Γάμος.

Διήγηση  αειμνήστου Σπύρου Κ.Αγγέλη  (Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ» την 8/5/2012 με αντιγραφή, επιμέλεια παρουσίαση του Χρήστου Στεφ. Ευαγγέλου)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:

περισσότερα άρθρα

ΔΩΡΕΑΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ 2024-2025 στη «ΣΤΕΓΗ ΚΡΑΨΙΤΩΝ»

O πολιτισμός διατηρείται διαχρονικά, μόνο στον βαθμό που είναι εφευρετικός,δημιουργικός και εξελικτικός και μόνο μέσω μιας δυναμικής  και ολιστικήςπροσέγγισης, έχει προοπτική.Σε αυτό το πλαίσιο, εμείς

25/05/2024 “Παραδοσιακές Φορεσιές της Νησιωτικής Ελλάδας“ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Άυλη πολιτιστική κληρονομιά είναι η ζώσα παράδοση και όταν αυτή,ανταμώνεται  κι ενώνει τις δυνάμεις της, τότε μόνο συγκλονιστικό μπορεί να είναιτο αποτέλεσμα!To Σάββατο, 25 Μαΐου 2024,

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΓ. ΚΟΣΜΑΣ 1η ΘΕΣΗ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ u17

«2ο Prishtina Open Table Tennis International Tournament 7-9/6/2024» Ο Γιώργος Κοσμάς (Κραψίτης στην καταγωγή) σχολίασε την επιτυχία του σταsocial:Με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια σας ανακοινώνω την κατάκτηση της 1ης  θέσης  στο