ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΡΑΨΗΣ 17ος-19ος αιώνας

Σύμφωνα με πηγή https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/13184#page/168/mode/2up 

 «Διδακτορική Διατριβή Κωνσταντίνου Βακατσά (2001 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) – Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΠΕΙΡΟΥ Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 1913-1918    

αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Χωριού Κράψη τέλη του 19ο αιώνα. 

Νοτιοανατολικά της Μάζιας πάνω από την αριστερή όχθη του Αράχθου βρίσκεται το γνωστό χωριό Κράψη. Αυτό ήταν τσιφλίκι του δημοσίου. Σύμφωνα με την καταγραφή του οθωμανικού κτηματολογίου (1894) το χωριό κατελάμβανε έκταση 34.217 παλαιά στρέμματα και 2 αυλάκια (= 2/4 του στρέμματος). Υπήρχαν σ’ αυτό 1.088 γεωργικοί κλήροι («κομμάτια»), τους οποίους καλλιεργούσαν χριστιανοί καλλιεργητές, μέλη των οικογενειών Δέλα, Ηλία, Αλεξίου, Στέφου, Μιζιάν, Γκάνιου, Μπαλαμά τσα, Σιάμου, Θεοδώρου, Αναστασίου, Σιώζιου, κλπ. (1894,1898).  

Σύμφωνα με τη στατιστική των ιμλιακίων η Κράψη εκτεινόταν σε 34.200 στρ., που κατανέμονταν σε 3.500 στρ. καλλιεργούμενα, σε 23.200 στρ. βοσκοτόπους και σε 7.500 στρ. με διάφορες χρήσεις. Ο συνεταιρισμός καλλιεργητών στο χωριό αριθμούσε 148 μέλη (1921) Μεταπολεμικά (1955) υπήρχαν εκεί 243 μπασταινούχοι καλλιεργητές. 

Η υπόθεση του Αναστ. Παπαχρήστου από την Κράψη είναι χαρακτηριστική για τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε (1912-1913) στο χωριό αυτό.  

Ο Παπαχρήστος ανέφερε, με αρκετή δόση υπερβολής, ότι η Κράψη σκλαβώθηκε από τον τυραννικό Αλή πασά περίπου από το 1773! Αυτός τους έπαιρνε φόρο γεωμόρου σε είδος με ποσοστό 46%. Μερικά χρόνια πριν από το 1913 οι πρόσοδοι του χωριού νοικιάζονταν και οι χωρικοί πλήρωναν σε χρήμα. Το 1912 το χωριό νοικιάστηκε με διπλάσια τιμή και οι χωρικοί όρισαν τον πάρεδρο Ιωάννη Χρόνη και εισπράκτορα τον Γεώργιο Δ. Τόλη για να ζυγίσουν τους καρπούς και να συγκεντρώσουν τα χρήματα σε «κοίστια», δηλ. με δόσεις. Από τον Παπαχρήστο ζήτησαν, αφού ζύγισαν το σιτάρι του, πρώτη δόση δεκαπέντε φράγκα, αυτός τους υποσχέθηκε σε τρεις ημέρες να τους πληρώσει,όμως εκείνοι δεν δέχτηκαν, έβαλαν το σιτάρι στα σακκιά και έφυγαν. Ο χωρικός ζήτησε την επιστροφή του καρπού για να τραφεί η πενταμελής οικογένεια του, ενώ ήταν διατεθειμένος να πληρώσει το μερίδιο της δέκατης που του αναλογούσε (ιμοροδέκατον) μετά από διακανονισμό που θα ενεργούσε η κοινότητα. Η υπόθεση έφτασε στην αστυνομία και ο σταθμάρχης της Κράψης ανέφερε ότι κατά την είσπραξη του γεωμόρου και της δεκάτης ο Παπαχρήστος είχε αποκρύψει στη Γότιστα εκατό οκάδες σιτάρι για να μη φορολογηθεί. Ο Γεώργιος Δ. Τόλης ήταν τότε ενοικιαστής δεκάτης και μόλις ανακαλύφθηκε η κρυψώνα διατάχτηκε από τον τότε Με ντούρη (= μουδίρης, διοικητής, διευθυντής) η μεταφορά του καρπού στο Μεντουρλίκι (κτίριο διοίκησης)· έκτοτε δεν γνώριζαν τί απέγινε το σιτάρι. Συνεπώς το θέμα κατέληξε στο αρχείο (1913)152. 

Στις αρχές του 1914 η κοινότητα της Κράψης, παράλληλα με τη γνωστή προσπάθεια του Χρ. Χρηστοβασίλη που υπέβαλε υπόμνημα στον Ελ. Βενιζέλο, προσπάθησε ώστε να αποχαρακτηριστεί ως δημόσιο τσιφλίκι και να επανέλθει στο καθεστώς του ελεύθερου χωριού.  

Ήδη από τον Απρίλιο οι Κραψίτες με επικεφαλής τον σύλλογο «Άγιος Νικόλαος» του χωριού υπέβαλαν αίτηση στο υπουργείο εξωτερικών στην οποία υποστήριξαν ότι το χωριό τους ήταν ιδιόκτητο, δηλ. ανήκε στους χωρικούς. Το υπουργείο ζήτησε από τη Γεν. Διοίκηση να του σταλεί σχετική έκθεση με τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης.  

Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Ιωάννης Σιάμος, ο Ιωάννης Χρήστου και ο Γεώργιος Καραφέρης, που ήταν πληρεξούσιοι της κοινότητας Κράψης, υπέβαλαν νέα αίτηση στη Γεν. Διοίκηση με την οποία αξίωναν, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, να αναγνωριστεί το χωριό τους ως αυτοκέφαλο. Τότε εκδήλωσε ενδιαφέρον για ενημέρωση και το υπουργείο εσωτερικών, κατόπιν άλλης προγενέστερης (4-9-1914) αίτησης της κοινότητας Κράψης(αργότερα ενδιαφέρθηκε και το υπουργείο οικονομικών) και η διοίκηση απάντησε ότι η υπόθεση του χωριού εξεταζόταν ενδελεχώς, μάλιστα έγινε έρευνα στα δικαστικά και διοικητικά αρχεία της τουρκικής διοίκησης για να βρεθούν τα πρωτότυπα των τίτλων και της ιεροδικαστικής απόφασης, των οποίων αντίγραφα είχαν προσκομίσει οι χωρικοί. Στα μέσα Νοεμβρίου η έρευνα ολοκληρώθηκε και καρπός της ήταν τετρασέλιδη έκθεση που στάλθηκε στα υπουργεία και προσφέρει ενδιαφέρουσες ειδήσεις.  

Από τη μελέτη λοιπόν των εγγράφων και από την σχετική εξέταση προέκυψε ότι η Κράψη ήταν ανέκαθεν αυτοκέφαλο (καριέ) χωριό και ότι δύο μόνο χρόνια, πριν από την αποστασία και το θάνατό του, ο Αλή πασάς το υπήγαγε αυθαίρετα και βίαια στην κατηγορία των πολυπληθών αγροκτημάτων του (τσιφλικιών). Όμως, μετά την κατατρόπωση και τον θάνατο του σατράπη, οι κάτοικοι της Κράψης υπέβαλαν αναφορά στον αρχιστράτηγο των σουλτανικών στρατευμάτων και ανώτατο διοικητή (βαλή) της Ρούμελης, τον γνωστό Αχμέτ Χουρσήτ πασά, και τον εκλιπάρησαν για την επανόρθωση της μεγάλης αδικίας που τους έγινε και την απάλειψη του χωριού τους από τον κατάλογο, στον οποίο καταγράφηκε όλη η κτηματική περιουσία του Αλή αμέσως μετά την καταστροφή του.  

Πράγματι ο Χουρσήτ εξέτασε την υπόθεση και πείστηκε για το δίκαιο της απαίτησης των Κραψιτών και με την ιδιότητα του πληρεξούσιου αντιπρόσωπου του σουλτάνου εξέδωσε υψηλό διάταγμα (μπουγιουρουλτή) το 1822 (έτος εγείρας 1237, μήνας Δζεμάζ-ελ-αχήρ, ημέρα 11η).  

Με αυτό αναγνώρισε την Κράψη «ως χωρίον έκπαλαι αυτοκέφαλον (χανεκές)», που ο Αλή πασάς τσιφλικοποίησε εντελώς παράνομα και με τη βία και διέταξε την απάλειψή του από τον κατάλογο, απαγορεύοντας ρητά την οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτό από οποιονδήποτε στο μέλλον.  

Την εποχή εκείνη, ο τότε σουλτάνος Μαχμούτ Β’ με φιρμάνι απέστειλε στην Ήπειρο, ειδικά για τα κτήματα του Αλή που δήμευσε το οθωμανικό κράτος, τον διάσημο κτηματολογιστή Χασάν Ταχσίν εφέντη, ο οποίος επιβεβαίωσε τα δικαιώματα των κατοίκων της Κράψης. Επίσης, συμμορφούμενος στο διάταγμα του Χουρσήτ εξέδωσε και αυτός ιδιαίτερο έγγραφο (με χρονολογία 1 Σαμπάν 1237 = 1822) με το οποίο παρήγγειλε να διαγράφει το χωριό από τον κατάλογο των τσιφλικιών του Αλή και να μείνει, όπως και πρώτα, αυτοκέφαλο, ενώ απέκλεισε εντελώς την ανάμιξη κάποιου άλλου σ’ αυτό.  

Επιπλέον παρήγγειλε και εκδόθηκε ιεροδικαστική απόφαση (ιλάμιο) από τον τότε ιεροδίκη (καδή) Ιωαννίνων, τον Γιαχγιά Ζαδέ Εμίν εφέντη, (με χρονολογία 15 Ραμαξάν 1237 = 1822), σχετική με το θέμα. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Χασάν Ταχσίν εφέντης, πριν λάβει γνώση για την υπόθεση της Κράψης, σε βιβλίο που συνέταξε με τα τσιφλίκια του Αλή πασά το χωριό αυτό δεν είχε εγγραφεί ως καθαρά ιδιόκτητο τσιφλίκι, αλλά απλώς ως υποκείμενο στην πληρωμή ετήσιου μισθώματος κατ’ αποκοπή (μουκατά) από 10.000 γρόσια (δηλ. δύο χιλιάδες δρχ.). Εντούτοις, οι επόμενοι Οθωμανοί κυβερνητικοί υπάλληλοι με την παρέλευση του χρόνου, είτε από υπέρμετρο υπηρεσιακό ζήλο είτε και υπερθεματίζοντας στις πιέσεις και υπερβασίες του κράτους τους κατά των χριστιανών ραγιάδων, δυστροπούσαν να σεβαστούν τις προηγούμενες αποφάσεις· και εξακολουθούσαν σε διάφορες εποχές και με όλες τις διαμαρτυρίες και τις απέλπιδες προσφυγές των Κραψιτών προς τις διάφορες αρχές να απαιτούν και μερικές φορές με τη βία να παίρνουν, όχι βέβαια το κατ’ αποκοπήν χρηματικό ποσό που είχε αρχικά ορίσει ο Ταχσίν εφέντης, αλλά μόνο το γεώμορο που εισπραττόταν από τα ιδιόκτητα τσιφλίκια (χακ-η–άρζ).  

Από τότε το χωριό διατελούσε θεωρούμενο ως τσιφλίκι και ως τέτοιο γραφόταν στον σχετικό πίνακα, όχι με βάση τίτλο κυριότητας (ταπί) ή κάποια άλλη επίσημη και έγκυρη πράξη ή έγγραφο της οθωμανικής κυβέρνησης, αλλά με την ιδιόβουλη στάση των επιτόπου οργάνων της. Από την έρευνα της Γεν. Διοίκησης στα αρχεία του κτηματολογίου (δεφτέρι-η-χακανί), πιθανότατα στα παλαιότερα του 1894, δεν βρέθηκε καταγραμμένο το χωριό Κράψη. 

Μόνο σε ένα από τα βιβλία του οθωμανικού πρωτοδικείου που είχαν σωθεί, βρέθηκαν τα πρακτικά της δίκης που διεξήγαν τρεις κάτοικοι της Κράψης μετά την ανακήρυξη του τουρκικού συντάγματος (1908) εναντίον του οθωμ. δημοσίου. Αυτοί ζήτησαν να αρθεί η απαγόρευση που τους είχαν επιβάλει οι οικονομικοί υπάλληλοι να βόσκουν τα ζώα τους, όπως έκαναν παλαιότερα, στη βοσκή (μερά) που βρισκόταν στην περιοχή του χωριού και ήταν κοινοτική. Το δικαστήριο ζήτησε πληροφορίες από τη διεύθυνση του κτηματολογίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία απάντησε ότι η Κράψηήταν μεν αυτοκέφαλο χωριό, όμως η ενλόγω βοσκή υπαγόταν στην κατηγορία των δημόσιων γαιών (εραζί-ι-εμιριγέ). Έτσι ονομάζονταν, σύμφωνα με τον τουρκικό περί γαιών νόμο, όλες οι εκτάσεις που ήταν έξω από τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά, δηλαδή τα χωράφια, τα λειβάδια, οι βοσκές, τα χειμαδιά, τα θέρετρα κλπ. Συνεπώς το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των τριών χωρικών, οι οποίοι δεν ήταν καν νόμιμοι αντιπρόσωποι της κοινότητας. ‘Αλλα σχετικά έγγραφα δεν είχαν βρεθεί στο πρωτοδικείο — πολλά είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι αιχμάλωτοι που κλείστηκαν εκεί κατά την κατάληψη των Ιωαννινων‘”. 

Τον Σεπτέμβριο του 1917, στη δημοπρασία που διενήργησαν οι Ιταλοί, η δεκάτη του χωριού εκμισθώθηκε στον Λάζο Μήτρου Κώστα, από την Κράψη, με τιμή 10.510 δρχ. Αργότερα, μετά την αποχώρηση των Ιταλών, η κοινότητα δεν ενδιαφέρθηκε να μισθώσει η ίδια τον φόρο της δεκάτης. 

Τον Νοέμβριο 1917, οι κάτοικοι της Κράψης ζήτησαν από τη διοίκηση να πληρώνουν τους ενοικιαστές σε χρήμα για τα προϊόντα που υπόκεινταν στο φόρο της δέκατης. Όμως η διοίκηση απάντησε ότι δεν εγκρίνει, γιατί αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις συμβάσεις που είχε συνάψει το δημόσιο με τους ενοικιαστές της δεκάτης, παρήγγειλε δε στην αστυνομική διεύθυνση να μεριμνήσει ώστε ο φόρος να εισπραχτεί σε είδος και να αποθηκευτεί, ώστε η διάθεσή του αργότερα να γίνει με τις οδηγίες της .Με βάση λοιπόν τα στοιχεία που εκθέσαμε, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Κράψη, αφού αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τσιφλίκι του δημοσίου, αλλά αυτοκέφαλο χωριό, από τις αρχές του 1915 έπαψε να καταβάλλει τον φόρο του γεωμόρου στο δημόσιο· όμως, συνέχιζε να πληρώνει κανονικά τον φόρο της δεκάτης, όπως όλα τα χωριά. Σύμφωνα με πληροφορία το χωριό έπαψε να είναι τσιφλίκι από το 1922, έτος κατά το οποίο η Κράψη εξαγοράστηκε από τους κατοίκους της και ο τότε Γεν. Διοικητής υπέγραψε το συμβόλαιο εξαγοράς. 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:

περισσότερα άρθρα

Σάββατο 09/11/2024  «8η Γιορτή Προβατίνας»

Tους Φίλους  μας φιλέψαμε  με …μελίσματα από την Ήπειρο και το πρώτο μέλισμα ο  «Σκάρος»,  να ανοίγει  την εκδήλωση  μας από  τρεις δεξιοτέχνες, του κλαρίνου(

29/09/2024  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΛΗΣ 2024  «ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΑΤΑ»

Η Αδελφότητα των Απανταχού Κραψιτών συμμετείχε  για μία ακόμα χρονιά, στο Φεστιβάλ Πόλης 2024 «Φθινοπωρινές Γιορτές Δήμου Αγίου Δημητρίου», μαζί με  εννέα άλλους πολιτιστικούς φορείς

ΔΩΡΕΑΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ 2024-2025 στη «ΣΤΕΓΗ ΚΡΑΨΙΤΩΝ»

O πολιτισμός διατηρείται διαχρονικά, μόνο στον βαθμό που είναι εφευρετικός,δημιουργικός και εξελικτικός και μόνο μέσω μιας δυναμικής  και ολιστικήςπροσέγγισης, έχει προοπτική.Σε αυτό το πλαίσιο, εμείς